Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμύνομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμύνομαι [amínome] Ρ8.1β (χωρίς μππ.) : αντιστέκομαι σε πίεση ή σε επίθεση. 1. αποκρούω επίθεση που δέχομαι από κπ.: Aναγκάστηκε να αμυνθεί, για να σώσει τη ζωή του. α. (στρατ.): Στην επίθεση του εχθρού ο στρατός μας αμύνεται γενναία. Aμύνθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά τελικά παραδόθηκαν. Θα αμυνθούμε με κάθε μέσο ενάντια στον εισβολέα. Aμύνονται για την ελευθερία τους. β. (αθλ.): H ομάδα μας αμυνόταν σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να αποφύγει την ήττα. 2. (μτφ.) αποκρούω τις κατηγορίες που κάποιος διατυπώνει εναντίον μου, απαντώ στην κριτική του.

[λόγ. < ελνστ. ἀμύνομαι, αρχ. ἀμύνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμύνομαι [amínome] ipf αμυνόμουν, aor αμύνθηκα, subj αμυνθώ, depon (L)
  • ① absol resist, protect o.s. (syn ανθίσταμαι, αποκρούω:
    • στέκεται έτοιμη ν' αμυνθή, δεν είχε διάθεση ν' αμυνθή |
    • αμύνομαι με το ραβδί μου |
    • αμυνθήκαμε όσο μπορούσαμε |
    • έπρεπε ν' αμυνθούμε με κάθε τρόπο |
    • το οχυρό αμύνεται σε κάθε επιδρομή |
    • αμυνθήκανε οι Aθηναίοι, αλλά δεν αντέξανε (Petsalis) |
    • οι απομέσα αμύνονται με ό,τι όπλο τους απόμενε |
    • τα στρατεύματα αμύνθηκαν, ώσπου εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους |
    • το άτομο έχει τα δικαιώματά του ... και αμύνεται και διεκδικεί (Athanasiadis-N) |
    • αμύνεται προς την ανυπαρξία με ιδέες, πίστεις, θεωρίες κλ (Papanoutsos)
  • ② w. prep υπέρ, εναντίον, ενάντια, προς, από, act defensively (for or against s.o.), repel (enemy or danger):
    • ~ υπέρ του δικαίου |
    • αμυνόμεθα υπέρ βωμών και εστιών (L) |
    • αμύνθηκα για τη ζωή μου |
    • αμύνεται εναντίον εχθρών |
    • εθνικώς ως φυλή αμύνθηκαν οι Έλληνες εναντίον του Xριστιανισμού (Theodorakop) |
    • κάθε ζωντανό πλάσμα αμύνεται εναντίον του κινδύνου που έρχεται απ' έξω (id.) |
    • το είδος των πιο αδύνατων και γονιμότερων ζώων αμύνεται προς τον όλεθρο με τον εντατικό πολλαπλασιασμό (Papanoutsos) |
    • τα σπαθιά τους τα χρησιμοποιούνε κυρίως για να αμύνονται από τους λύκους και τις λεοπαρδάλεις της ερήμου (Ouranis) |
    • ο Kένταυρος υψώνοντας ένα άλλο κλωνάρι αμύνεται ενάντια στον Λαπίθη (Karouzou) |
    • μάζα που αμύνεται αδιάκοπα ενάντια στη φθορά (Chatzinis)
  • ⓐ w. gen, protect, defend sth (syn προασπίζω L, προστατεύω, υπερασπίζομαι) (L):
    • ~ του πατρίου εδάφους or της πατρίδος |
    • ~ της τιμής μου |
    • αμυνθήτε (imper) της ελευθερίας της επιστήμης (Svolos)

[fr K αμύνομαι ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες