Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμύθητος, επίθ.
-
- 1) Δυσπερίγραπτος, εξαίρετος:
- (Λίβ. Sc. 1081).
- 2) Aναρίθμητος:
- (Λόγ. παρηγ. L 678).
[αρχ. επίθ. αμύθητος. H λ. και σήμ.]
- 1) Δυσπερίγραπτος, εξαίρετος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμύθητος -η -ο [amíθitos] Ε5 : για υλικά αγαθά των οποίων η αξία είναι ανυπολόγιστη: Έχει αμύθητους θησαυρούς / αμύθητα πλούτη. Έχει ένα κόσμημα αμύθητης αξίας. Στους γάμους της δαπανήθηκαν αμύθητα ποσά.
[λόγ. < αρχ. ἀμύθητος `που δεν μπορείς να τον περιγράψεις΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμύθητος, -η, -ο [amíθitos] (L)
- untold, indescribable, fabulous (syn δυσπερίγραπτος, εξαίρετος, μυθώδης):
- ~ θησαυρός, θησαυροί αμύθητοι fabulous treasures, also fig e.g. η παράδοση είναι ένας ~ θησαυρός πνευματικός που ανήκει αποκλειστικά στον ορισμένο λαό που την κατέχει (Theodorakop) |
- ~ πλούτος, αμύθητα πλούτη fabulous wealth, e.g. αμύθητο λέει τον πλούτο του καθεδρικού ναού της Σιένας (KParaschos) |
- αμύθητα σε αξία κτερίσματα (Penteas) |
- αμύθητη πολυτέλεια, e.g. η πολυτέλεια των τελετών υπήρξε αμύθητη (Panagiotop) |
- μέσα στην απέραντη χώρα της ακαταμέτρητης παραγωγής αμύθητων αγαθών ελάχιστα πράγματα παραμένουν σταθερά ή δύσκαμπτα (Karantonis) |
- το αμύθητο σαράι των φρούτων με τα πηχτά σιρόπια και των δέντρων με τα φύλλα τα πολλά (Papatsonis) |
- οι βράχοι νομίζεις πως είναι καμωμένοι από πολύτιμους λίθους, από αμύθητα κοσμήματα χοντροκομμένα (Athanasiadis-N)
- ⓐ innumerable, unmeasurable (syn αλογάριαστος, αναρίθμητος, μέγιστος):
- αμύθητα (χρηματικά)ποσά |
- αμύθητα κέρδη |
- αντικείμενα (ευρήματα, κοσμήματα, ανάγλυφα, εικόνες, πολύτιμοι λίθοι κλ) αμύθητης αξίας |
- πεζός λόγος αμύθητης αξίας |
- καινούργιοι τόποι, τύχες και περιπέτειες θα έφερναν αμύθητο βιος και αναρίθμητους σκλάβους (Panagiotop) |
- ο πασάς έχει πλούτια αμύθητα σε ακριβά στολίδια, σε πλουμίδια κλ (Petsalis) |
- σαν φυσήξουν οι σφοδροί άνεμοι του Kαυκάσου, τι σύννεφο και τι στράβωμα θεοτικό θα φέρνη τούτη η αμύθητη σπατάλη της άμμου· σωστή πληγή φαραωνική (Papatsonis) |
- poem ποιός ψιθύρισε τον πλούτο στην αμύθητη πενία (id.) |
- σπατάλη αμύθητου φωτός | ο δρόμος του φεγγαριού (Vrettakos)
[fr MG αμύθητος ← AG]
- untold, indescribable, fabulous (syn δυσπερίγραπτος, εξαίρετος, μυθώδης):