Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμύητος -η -ο [amíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν μυήσει, που δεν είναι μυημένος: Στους αμύητους δεν αποκαλύπτονται τα μυστικά της οργάνωσης. || που δεν έχει εμβαθύνει σε μία τέχνη, σε μία επιστήμη κτλ.: Είναι ~ στη μουσική. Οι ταινίες του δεν απευθύνονται στους αμύητους.
[λόγ. < αρχ. ἀμύητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμύητος1 [amíitos] ο,
- ① uninitiated person, uninitiate (syn ο μυημένος):
- είμαι ~ ακόμη στον ελευθεροτεκτονισμό
- ② uninformed individual, ignorant person (syn ο ανίδεος, ο απληροφόρητος, ant ο ενήμερος, ο μυημένος):
- ο κάθε ~ έχει γνώμη |
- ρωτώ με την απλοϊκότητα του αμύητου |
- οι αμύητοι the uninitiates, e.g. οι αμύητοι είναι ο περισσότερος κόσμος |
- βιβλία γραμμένα για τους αμύητους και βιβλία γραμμένα για τους μυημένους |
- το έργο επιβάλλεται ακόμα και στους αμύητους |
- αισθητικοί θησαυροί κλειστοί για τους αμύητους |
- απλουστεύουν την αλήθεια, για να την καταλάβουν οι αμύητοι |
- ο ~ δεν βλέπει ποτέ τη γενικότητα |
- ένας ~ σε τούτο το επάγγελμα έμενε κατάπληκτος με την οξυδέρκεια και την ικανότητα των χταποδάδων (Zappas) |
- για χρόνια δεν επέτρεπε σε αμύητο να τον αγγίξη ούτε χειραψία δεν έκανε (PIoannidis) |
- ψάχνουμε μερικά πράγματα που δύσκολα τα υποπτεύονται οι αμύητοι (Palam) |
- εδώ δεν εμβαθύνομε στο δύσκολο για τους αμύητους πρόβλημα της ελευθερίας της βουλήσεως (Tsatsos)
[substantiv. m of αμύητος2]
- ① uninitiated person, uninitiate (syn ο μυημένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμύητος2, -η, -ο [amíitos]
- ① not initiated, uninitiated, of persons not introduced into the mysteries of religion or organization, occult or other (near-syn ακατήχητος, ant μυημένος):
- δεν έχει μυηθή ακόμη στον καθολικισμό, ήταν ~ |
- ήσαν αμύητοι στη συνωμοσία
- ② not knowledgeable, uninformed, unversed (syn ανίδεος, απληροφόρητος, ant ενήμερος, ενημερωμένος, μυημένος):
- ο ~ αναγνώστης |
- το αμύητο κοινό, e.g. και το πιο αμύητο κοινό δεν συγχωρεί ότι το περιφρόνησαν (Thrylos) |
- αγνή όσο και αμύητη στα γενετήσια ζητήματα (Katsigra) |
- αμύητοι στα μυστικά της τέχνης |
- ~ ίσως στην ευέλικτη διπλωματικότητα των αντιπάλων του Φαναριωτών (Vranousis) |
- ~ στην ιστορική επιστήμη |
- εμάς τους αμύητους στον ειδικό μας κλάδο μας πλησίασε προς τον πνευματικόν άνθρωπο (Tsatsos) |
- η τέχνη δεν προορίζεται για πέντε μόνο ανθρώπους, στο αμύητο σύνολο απευθύνεται (Palaiologos) |
- ο ~ στην καλλιτεχνική αίσθηση ιδιώτης δεν ημπορεί να υψωθή στην επόπτευση του αισθητικού νοήματος (Georgoulis) |
- συχνά μυημένοι και αμύητοι φανταζόμαστε ότι όσα σήμερα εμείς οι διαπαιδαγωγημένοι από τον χριστιανισμό στοχαζόμαστε και αισθανόμαστε ήσαν ανέκαθεν κτήμα πνευματικό των πολιτισμών της οικουμένης (Papanoutsos)
[fr K, PatrG αμύητος ← AG, cpd w. *μυητός (as in ByzG θεο-μύητος]
- ① not initiated, uninitiated, of persons not introduced into the mysteries of religion or organization, occult or other (near-syn ακατήχητος, ant μυημένος):