Παράλληλη αναζήτηση
32 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμύγδαλο το [amíγδalo] Ο42 : ο καρπός της αμυγδαλιάς: Ξεφλουδισμένα αμύγδαλα. Aμύγδαλα χλωρά. Σπάζω αμύγδαλα. || Πάστα / τούρτα αμυγδάλου.
[αρχ. ἀμύγδαλον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμύγδαλο [amíγ∂alo] το, (& μύγδαλο)
- ① almond:
- αφράτο, σκληρό ~ |
- ~ γλυκό, πικρό |
- αμύγδαλα χλωρά |
- ξεφλουδισμένα μύγδαλα |
- πάστα ~ pastry w. almonds |
- poem για να φας μύγδαλο, πρέπει να το σπάσης (Vrettakos) |
- ο τεμπέλης δεν τρώει τα μύγδαλα, για να μην τα σπάση (id.) |
- folkt τα ζύμωσεν όλα μαζί, ζάχαρη, μύγδαλα και σιμιγδάλι και πιάνει και φκιάνει έναν άντρα (Megas) |
- πνίγηκε μ' ένα μύγδαλο που έτρωγε (Saranti) |
- χαρακτηριστική είναι η απόδοση του ματιού σε σχήμα αμύγδαλου ανοιχτού στη θέση του (Giouri) |
- poem δαγκώνουν μύγδαλα σκληρά κι ακούν μέσα στο στόμα τους τον κρότο (Ritsos)
- ⓐ orgeat (syn in αμυγδαλάδα)
- ② pl αμύγδαλα τα, a game in which almonds, used as counters, are thrown at a hole in the ground region. (Peloponn, Symi etc)
[fr MG αμύγδαλον ← K αμύγδαλον]
- ① almond:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλο- 1 [amiγδalo] & αμυγδαλό- [amiγδaló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αμυγδαλ- 1 [amiγδal], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. ονόματα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: I1. προέρχεται από το αμύγδαλο ή ανήκει σ΄ αυτό: αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλόγαλα, αμυγδαλόλαδο, αμυγδαλόφλουδα, αμυγδαλόψιχα. 2. έχει ως βασικό και χαρακτηριστικό του συστατικό το αμύγδαλο: αμυγδαλόπιτα. 3. σε κτητικά σύνθετα επίθετα με αναφορά στο σχήμα του αμύγδαλου: ~μάτης, αμυγδαλόμορφος, αμυγδαλόσχημος. II. αναφέρεται στην αμυγδαλιά: αμυγδαλάνθι, ~χώραφο, αμυγδαλόφυλλο· αμυγδαλότοπος.
[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. ἀμυγδαλ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. ἀμύγδαλο(ν) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀμυγδα λ-έλαιον, μσν. αμυγδαλό-λαδον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλο- 2 & αμυγδαλ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ιατρ.) το ουσ. αμυγδαλή ως α' συνθετικό: αμυγδαλεκτομή, ~τόμος.
[λόγ. θ. του ουσ. αμυγδαλ(ή) (δες λ.) -ο- ως α' συνθ.: αμυγδαλ-εκτομή < γαλλ. amygdale ctomie]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμύγδαλο(ν) το· μύγδαλο(ν).
-
- Aμυγδαλιά:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1380).
[αρχ. ουσ. αμύγδαλον. H λ. (‑ο) και ο τ. (‑ο) και σήμ.]
- Aμυγδαλιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλόγαλα [amiγ∂alóγala] το,
- ① almond milk
- ② orgeat (syn in αμυγδαλάδα)
[cpd w. γάλα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλογελάστρα [amiγ∂aloyelástra] η, &
- Kazantz μυγδαλογελάστρα) region. (IonIsl) woman w. a sweet smile (syn αμυγδαλογελούσα):
- folks. μωρή καρυδομάγουλη κι ~, μωρή νεράιδα του γιαλού κλ (Passow, Theros, Zampelios) |
- poem μα εστάθη ασάλευτος και συντηράει τη μυγδαλογελάστρα (Kazantz Od 4.1148)
[cpd w. γελάστρα]
- Kazantz μυγδαλογελάστρα) region. (IonIsl) woman w. a sweet smile (syn αμυγδαλογελούσα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλογελούσα [amiγ∂aloyelúsa] η, region. (IonIsl
- :
- Kephall) = αμυγδαλογελάστρα |
- folks. μωρή καρυδομάγουλη κι ~
[cpd w. -γελούσα: γελώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλοειδής -ής -ές [amiγδaloiδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει σχήμα αμυγδάλου.
[λόγ. < ελνστ. ἀμυγδαλοειδής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλοειδής, -ής [amiγ∂aloi∂ís] (L)
- ① almond-shaped
- ② petrogr amygdaloid(al):
- ~ υφή amygdaloid structure
[fr K αμυγδαλοειδής]