Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμόρφωτος -η -ο [amórfotos] Ε5 : 1.που δεν έχει μορφωθεί, που δεν έχει αποκτήσει γνώσεις στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος. ANT μορφωμένος: Άφησε τα παιδιά του αμόρφωτα. || (επέκτ.) του οποίου η μόρφωση είναι ελλιπής: Πολλαπλασιάζονται οι στρατιές των αμόρφωτων επιστημόνων. 2. που δεν έχει καλλιέργεια, αγωγή, καλούς τρόπους· ακαλλιέργητος, άξεστος: Παρ΄ όλες τις σπουδές του έμεινε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀμόρφωτος `ανεπεξέργαστος΄ κατά τη σημ. της λ. μορφώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμόρφωτος1 [amórfotos] ο, usu pl αμόρφωτοι οι,
- uneducated person:
- ο Kαρτάνος έκανε την προσπάθεια να καταστήσει προσιτή στους αμόρφωτους τη διδασκαλία της εκκλησίας (Dimaras)
[substantiv. m of αμόρφωτος2]
- uneducated person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμόρφωτος2, -η, -ο [amórfotos]
- ① unformed, unmolded, uncultivated (syn αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος, ακαλλιέργητος):
- η συνείδηση, όταν κάνει επιστήμη, πράξη και τέχνη, ασχολείται με το να ορίσει και να δαμάσει το υλικό, που βρίσκει μέσα της και που είναι κατ' αρχάς αόριστο και αμόρφωτο (Theodorakop) |
- το βιβλίο αυτό, το πρώτο που έγραψα στη δημοτική, νέα γλώσσα, τόσο αμόρφωτη και ασχημάτιστη τότε (Xenop)
- ② unschooled, uneducated, unenlightened, uncultured, unrefined (syn απαίδευτος, ασπούδαχτος 2,:
- αμόρφωτο πλήθος, ~ λαός, ~ όχλος |
- οι αμόρφωτοι κάτοικοι των γύρω νησιών |
- είναι, έμεινε ~ he has had no schooling |
- πέρασε από σχολεία, αλλά είναι φιλοσοφικά ~ άνθρωπος |
- τάλαντα μένουν αμόρφωτα |
- οι ιερείς των χωριών είναι κατά το πλείστον αμόρφωτοι |
- άφησε το κορίτσι του αμόρφωτο |
- ξεκαθάρισαν το σώμα των αξιωματικών από τα αμόρφωτα στοιχεία (Myriv) |
- να ενισχύσουν το αμόρφωτο ποίμνιο στην ορθοδοξία (Dimaras) |
- η ύπαρξη της στρατιάς των αμόρφωτων μορφωμένων που βγαίνουν απ' τις σχολές (Kasimatis) |
- δουλεύουν σ' ένα περιβάλλον στενό κι αμόρφωτο (Moatsou-V)
[fr ByzG αμόρφωτος ← PatrG ἀμόρφωτος, cpd w. μορφωτός (whence also K μορφωτικός 'formative'); cf also K μορφωτέον]
- ① unformed, unmolded, uncultivated (syn αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος, ακαλλιέργητος):