Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμόρε το [amóre] Ο (άκλ.) : (προφ., παρωχ.) εκείνος ή εκείνη με τον οποίο έχει κάποιος ερωτικό δεσμό: Tο τελευταίο του ~.
[ιταλ. amore]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμόρε το.
-
- Aγάπη:
- έχει της αγάπη και αμόρε (Eυγέν. 206).
[<ιταλ. amore. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aγάπη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμόρε [amóre] το, indecl
- ① love, love affair (syn έρωτας):
- poem μετά τόσες ερωτικές απογοητεύσεις ζουν τώρα το μεγάλο ~ (Symenoglou)
- ② loved one, beloved object, lover, boy- or girlfriend (syn αγάπη, εραστής; το αγόρι μου, το κορίτσι μου):
- βγαίνω με το ~ μου go out w. one's sweetheart |
- αν είχα επιτέλους καταφέρει να το ξεφορτωθώ το ~ μου (VDaskalakis) |
- τραγουδάω το ~ τση καρδίας μου! (local speech; Karagatsis)
[fr LMG αμόρε ← It amore]
- ① love, love affair (syn έρωτας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμορέτα [amoréta] η, bot
- mignonette, Reseda adorata (syn ρεζεντά)
[fr It amoretta, amorette]