Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμόνι το [amóni] Ο44 : σιδερένια συμπαγής βάση όπου γίνεται η επεξεργασία αντικειμένων από μέταλλο: ~ του σιδηρουργού / του τσαγκάρη. || Xτυπάει η καρδιά στα στήθια μου σαν το σφυρί στ΄ ~. ΦΡ ανάμεσα σφυρί κι ~, για κπ. που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, που δέχεται πιέσεις και επιθέσεις από δύο αντίθετες πλευρές· ΣYN ΦΡ μεταξύ σφύρας και άκμονος.
[μσν. αμόνι(ν) < ελνστ. ἀκμόνιον (αποβ. του [k] πριν από [m] ίσως ύστερα από ενδιάμεση τροπή σε [γ] ) υποκορ. του αρχ. ἄκμων]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμόνι [amóni] το,
- anvil:
- ~ αυλακωτό |
- ~ με αυλάκια |
- ~ της βαριάς |
- ~ με ουρά |
- ~ της φωτιάς |
- idiom phr ανάμεσα σφυρί κι ~ between two evils (in a difficult situation or in a dilemma) (cf AG μεταξύ σφύρας και άκμονος) |
- prov σαν είσαι βαριά, βάρει· σαν είσ' ~, βάστα (or αν είσαι ~, βάστα· αν είσαι σφύρα, χτύπα Crete) the powerful acts at will but the weak must be patient |
- το καλό ~ δε φοβάται το σφυρί the strong and moral persons are not afraid of attacks |
- ο μαραγκός με το πριόνι | και ο γύφτος με τ' ~ each should strive toward success w. the means or power available to him |
- χιλιοχτυπημένος πια απ' τη μοίρα ωσάν το σίδερο πάνω στ' ~ |
- (ο βράχος της Mονεβασιάς) μέσα στο φως της αυγής έλαμπε σα γιγάντιο ~ απάνω στα νερά (Kazantz) |
- δούλευε τ' αμόνια ... που θα πλάσουν ... του ξεδικημού τ' αλύγιστα κοφτήρια (Vlachogiannis) |
- έναν έρωτα ... σφυροκοπημένο σαν πάνω σ' ~, μέσα στην κλειστή και σιωπηλή καρδιά του Bρανά (Myriv) |
- χτύπαε και μια κούφια ο γύφτος σε κάθε τρεις σφυριές πάνω στ' ~, για να βρίσκει το ταλίμι του (Prevelakis) |
- folks. νταγιάντιζε, καρδούλα μου, ως νταγιαντά τ' ~ (Theros) |
- poem στον κλίβανο πυρώστε την Iδέα, | με το σφυρί δουλεύτε τη στο ~ (Palam) |
- για δε θυμάσαι, όντας σε κρέμασα ψηλάθε κι απ' τα πόδια | δυο αμόνια σου 'δεσα κλ (Homer Il 15.19 Kaz-Kakr)
[fr LMG αμόνι (Erotokr, Du Cange) ← MG αμόνιν (surviving in Cypr, Livisi speech) ← LK ἀγμόνιν (still surviving in Pontic aγmonin, aγmoni) ← K ἀκμόνιον, der of ἄκμων]
- anvil:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμόνιαστα s. αμόνοιαστα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμονιμοποίητος -η -ο [amonimopíitos] Ε5 : που δε μονιμοποιήθηκε στη θέση που εργάζεται.
[λόγ. α- 1 μονιμοποιη- (μονιμοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμονιμοποίητος, -η [amonimopíitos] (L)
- not made a permanent employee, non-tenured (ant μονιμοποιημένος)
[neol, cpd w. *μονιμοποιητός: μονιμοποιώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμόνιν το· αμόνι.
-
- Αμόνι:
- (Αιν. άσμ. 92)·
- (σε μεταφ.):
- κάμνει μ’ ο πόθος σίδερον στ’ αμόνιν (Κυπρ. ερωτ. 8610).
[<ουσ. αγμόνιν (LBG· σήμ. ποντ., ΙΛ, λ. ‑ι) <μτγν. ουσ. ακμόνιον. Ο τ. στο Du Cange (‑η) και σήμ. Η λ. στο Meursius, στο LBG και σήμ. ιδιωμ.]
- Αμόνι: