Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμόλυντος, επίθ.
-
- Που δεν έχει μολυνθεί, αμίαντος, αγνός·
- (προκ. για κόρη) που δεν έχει μιανθεί από σαρκικές σχέσεις, παρθένος:
- αμόλυντον κοράσιον (Διγ. Esc. 174).
- (προκ. για κόρη) που δεν έχει μιανθεί από σαρκικές σχέσεις, παρθένος:
[μτγν. επίθ. αμόλυντος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει μολυνθεί, αμίαντος, αγνός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμόλυντος -η -ο [amólindos] Ε5 : 1.που δεν έχει μολυνθεί, δεν έχει προσβληθεί από μικρόβια: Aυτή η περιοχή της χώρας έμεινε αμόλυντη από τη χολέρα. 2. (μτφ., παρωχ.) ο ηθικά αγνός, ο αδιάφθορος και κυρίως για γυναίκα, η παρθένα.
[λόγ. < ελνστ. ἀμόλυντος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμόλυντος, -η (& L -ος), -ο [amólindos]
- ① uncontaminated, unpolluted, taintless, pure (syn αμόλευτος, καθάριος, καθαρός, ant μολεμένος, μολυσμένος):
- φύση αμόλυντη |
- αμόλυντο νερό, also fig το επίθετο το ξαναβαφτίζει στο αμόλυντο νερό της παρθενίας του (Panagiotop), πνεύματα της χριστιανοσύνης ξάστερα και αμόλυντα σαν τα νερά της Kασταλίας (Karkavitsas) |
- αμόλυντη πηγή, also fig θα ξαναβρούν αμόλυντη την πηγή της ποιήσεως (Dimaras) |
- ~ αέρας, e.g. ανάπνευσα τον αμόλυντον αέρα του βουνού |
- αμόλυντες κορφές (βουνών), τ' αμόλυντα ψηλώματα |
- αμόλυντη νύχτα |
- αμόλυντη συνοικία |
- μας μιλεί για λωτό, το αμόλυντο άνθος· γεννιέται μέσα στη λάσπη κι όμως δεν έχει μήτε μια κηλίδα. Tέτοιος πρέπει να 'ναι ο άνθρωπος (Kazantz) |
- καθαροί κι αμόλυντοι απ' αυτό που το περιφέρομε τώρα μαζί μας και το λέμε σώμα (Theodorakop transl of Plato's Phaedrus)
- ⓐ not infected, uninfected (ant μολυσμένος)
- ② free from defilement, undefiled, unsullied, immaculate, clean, pure (syn αγνός, ακηλίδωτος, αμίαντος, αμόλευτος 2, άμμωμος, άσπιλος):
- ~ κι άσπιλος |
- αμόλυντη καρδιά |
- πρέπει να διατηρηθεί αμόλυντη η πίστη |
- αμόλυντες και ανόθευτες διαφυλάσσονται οι παραδόσεις |
- Παναγία η αμόλυντη or (L) Θεοτόκος η ~ Immaculate Virgin |
- αμόλυντο κορίτσι virgin |
- ~ παρθένος, pl αμόλυντες παρθένες, e.g. το άγαλμα μιας αμόλυντης παρθένας |
- δεν ήταν πια η ανέγγιχτη, η αμόλυντη παρθένα η πρωτινή (Xenop) |
- η Παναγιά ήταν η νύφη η αμόλυντη (Prevelakis) |
- αμόλυντη ψυχή, e.g. ψυχή αμόλυντη κι αγνή or άσπιλες, αμόλυντες ψυχές or αμόλυντες, παρθενικές ψυχές or τα βάθη της ψυχής τ' αμόλυντα |
- αμόλυντοι κι αψεγάδιαστοι ήρωες |
- μ' ονόμασαν τάσι φαρφουρένιον αμόλυντο (Makryg) |
- η αντιποίηση δε θέλει να την αφήσει αμόλυντη την ποίηση που ζει μέσα μας (Palam) |
- διατήρησε αμόλυντη τη θεϊκότητα της ψυχής του |
- η φυλή δεν έμεινε αμόλυντη και καθάρια (Idas) |
- στη Λέσβο η φυλή απόμεινε απολύτως ανόθευτη και αμόλυντη από διασταυρώσεις αίματος (Myriv) |
- να κρατηθούν όσο μπορούν πιο αμόλυντοι, από την καθαρεύουσα (Kakridis) |
- λογοτεχνική εργασία, αμόλυντη από κάθε προσέγγιση κ' επίδραση λογικών ή αντιπνευματικών στοιχείων (Charis) |
- εμμονή στην καθαρή και αμόλυντη ισπανικότητα που ήταν το πιστεύω της ομάδας (Papatsonis) |
- poem στη μέση από τ' αμόλυντο και τ' αγγιχτό σου στήθος (Palam) |
- κράτα τους νιους αμόλυντους, τους γέρους τιμημένους (id.) |
- είναι τα χέρια μου ... |...| έτσι, σαν φλόγα αμόλυντη υψωμένα (Melissanthi) |
- και το κορμί σου αμόλυντο, Παρθένα των παρθένων, | στον Kύριο το παράδωσες καταπώς το 'χες τάξει (VFreris)
- ⓑ fig uninfluenced by traditional habits:
- η εντελώς καινούργια τάση είναι ν' αναθεωρηθεί ο κόσμος ... αντικειμενικά, ώστε να υπερνικηθούν οι κεκτημένες εντυπώσεις και να γεννηθούν καινούργιες, αγνές αμόλυντες, εντυπώσεις (Thrylos)
[fr K, PatrG ἀμόλυντος, cpd w. PatrG μολυντός (6th c. AD): μολύνω]
- ① uncontaminated, unpolluted, taintless, pure (syn αμόλευτος, καθάριος, καθαρός, ant μολεμένος, μολυσμένος):