Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμόλυβδος -η -ο [amólivδos] Ε5 : που δεν περιέχει μόλυβδο: Aμόλυβδη βενζίνη. || (ως ουσ.) η αμόλυβδη, η αμόλυβδη βενζίνη: Tο αυτοκίνητό μου καίει αμόλυβδη.
[λόγ. α- 1 μόλυβδ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. unleaded]