Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμωλώπιστος, -η, -ο [amolópistos] (L)
- unbruised, uncontused (ant μωλωπισμένος):
- στη φασαρία μωλωπίσθηκαν μερικοί, εγώ έμεινα ~
[neol, 19th c., cpd w. *μωλωπιστός: L μωλωπίζω]
- unbruised, uncontused (ant μωλωπισμένος):