Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφοτεροβαρής -ής -ές [amfoterovarís] Ε10 : (λόγ.) για σύμβαση, σχέση κτλ. μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων η οποία επιβαρύνει το ίδιο και τα δύο μέρη. ANT ετεροβαρής: ~ σύμβαση.
αμφοτεροβαρώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. αμφότερ(οι) -ο- + βάρ(ος) -ής· λόγ. αμφοτεροβαρ(ής) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφοτεροβαρής, -ής, -ές [amfoterovarís] (L)
- bilateral, reciprocal (near-syn αμφοτερόπλευρος, ant ετεροβαρής):
- law ~ σύμβαση bilateral contract |
- αμφοτεροβαρές συμβόλαιο |
- ~ ευθύνη cross liability
[neol, cpd of αμφότεροι & -βαρής; cf αμφοτερομερής, neol (kath) αμφοτεραχθής & αμφοτερωφελής, also αμφιβαρής, ομοιοβαρής, ισοβαρής etc]
- bilateral, reciprocal (near-syn αμφοτερόπλευρος, ant ετεροβαρής):