Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφορέας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφορέας ο [amforéas] Ο21 : (αρχαιολ.) μεγάλο, συνήθ. πήλινο αγγείο, με σφαιρικό ή ωοειδές σώμα, οξεία συνήθ. απόληξη, χαμηλό λαιμό και δύο λαβές, στο οποίο τοποθετούσαν λάδι, κρασί, μέλι κτλ. για αποθήκευση ή μεταφορά: Παναθηναϊκός / αττικός / ρωμαϊκός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμφορεύς, αιτ. -έα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφορέας [amforéas] ο, & L αμφορεύς, gen αμφορέα & αμφορέως, pl αμφορείς,
  • vase w. two handles, amphora, used only for AG vase for storing liquids and as a unit of measure (equal to 48 χοίνικες):
    • αρχαϊκός ~ |
    • βακχικός ~ |
    • πήλινος, χάλκινος, χρυσός ~ |
    • παναθηναϊκός ~ του 336-5 π.X. (Karouzos) given as prize at the Panathenaea |
    • μεγάλοι υστερομυκηναϊκοί ψευδόστομοι αμφορείς από το "σπίτι του Kάδμου" (id.) |
    • ωραίος αττικός γεωμετρικός ~ του 9ου αι. π.X. (id.) |
    • ο μεγάλος ~ του Διπύλου, από το νεκροταφείο δηλαδή τουKεραμεικού (id.) |
    • ο αμφορεύς με την παράσταση του Hρακλέους που σκοτώνει τον κένταυρο Nέσσο (id.) |
    • αμφορείς εξαίρετης τέχνης (Roufos) |
    • συντρίμμια από αρχαία βάζα και αμφορείς (Zappas) |
    • μια παράστασις αμφορέως με κλάδο φοίνικος και στέφανο ελαίας (Varelas) |
    • poem η Mέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί | από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί (Kavafis) |
    • να τοι τέλος αποκάτω από τ' ασκιά σου | οι αμφορείς μου (Sikel) |
    • θενά ρουφήξω τον σκοπόν από τα χείλη σου | τη μέθη του ήλιου από πορφύρινο αμφορέα (Melachrinos)

[fr AG αμφορεύς (also Mycenaean in Pylos & Mycenae) ← Homeric αμφιφορεύς (Mycenaean in Cnossos) by haplology]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες