Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévome] Ρ5.1β : διστάζω, δεν μπορώ να αποφασίσω, να επιλέξω ανάμεσα σε δύο πράγματα, σε δύο δυνατότητες κτλ.: Για πολύ ώρα αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να φύγει ή όχι.
[λόγ. μέσο < ελνστ. ἀμφιταλαντεύω `ισοζυγίζω΄ σημδ. γαλλ. vaciller]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévome] αμφιταλαντεύεσαι, ipf αμφιταλαντευόμουν(α), prp αμφιταλαντευόμενος (L)
- waver, hesitate, be irresolute (syn αμφιρρέπω, διστάζω, επαμφοτερίζω, είμαι αναποφάσιστος):
- ~ αν πρέπη να πάω ή όχι or αν πρέπη να ενεργήσω τώρα ή ν' αναλάβω γι' αργότερα |
- διστάζει στα μισά του κάθε δρόμου, αμφιταλαντεύεται, ονειροπολεί, αλλάζει γνώμη (Theotokas) |
- ο Kοραής αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα ονόματα Έλληνες και Γραικοί και προκρίνει μάλιστα το τελευταίο αυτό (Dimaras) |
- κάποιοι τρίτοι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στα δεδομένα σχήματα (Panagiotop)
[mi voice of K αμφιταλαντεύω 'cause to weigh evenly on both sides' (Nonnos)]
- waver, hesitate, be irresolute (syn αμφιρρέπω, διστάζω, επαμφοτερίζω, είμαι αναποφάσιστος):