Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιταλάντευση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφιταλάντευση η [amfitalándefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αμφιταλαντεύομαι· διστακτικότητα, αναποφασιστικότητα.

[λόγ. αμφιταλαντεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιταλάντευση [amfitalándefsi] η, gen αμφιταλάντευσης & αμφιταλαντεύσεως (L)
  • wavering, vacillation, indecision (syn αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, επαμφοτερισμός, ant αποφασιστικότητα):
    • η ~ για την πρέπουσα απόκριση |
    • η ~ των αισθημάτων |
    • διάλεξε τον τρόπο της ζωής του εσκεμμένα και μετά κάμποση ~ (Lambridi) |
    • πόσοι δισταγμοί και πόσες αμφιταλαντεύσεις κάθε φορά που πρόκειται να λυθή ένα ζήτημα στη συνείδησή του; (Theotokas) |
    • γνωρίζουμε ανάμεσα από ποιες εσωτερικές αμφιταλαντεύσεις πέρασε η πολιτική και κοινωνική μας ζωή (Chourmouzios) |
    • μέσα από την γενιά του 1880 έχει ξεπηδήσει με κόπους, με αγώνες, με αμφιταλαντεύσεις το πολυσύνθετο όραμα της νέας Eλλάδας (Dimaras) |
    • ο Σουρής μεμιάς και δίχως σχεδόν προηγούμενα και χωρίς αμφιταλαντεύσεις βρήκε του δικού του φύλλου τον τύπο (Gryparis) |
    • αγωνία και ~ των μαθητών και φίλων μπροστά στον κίνδυνο (Papatsonis)

[neol, kath αμφιταλάντευσις (19th c.), der of αμφιταλαντεύομαι; cf MG ταλάντευσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες