Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφισεξουαλικός -ή -ό [amfiseksualikós] Ε1 : που η σεξουαλική του συμπεριφορά εμφανίζει τάσεις χαρακτηριστικές και των δύο φύλων.
[λόγ. < αγγλ. amphisexual -ικός (amphi- = αμφι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφισεξουαλικός, -ή, -ό [amfiseksualikós] (L)
- of or pertaining to both sexes, ambisexual, bisexual:
- αμφισεξουαλική ορμόνη med ambisexual hormone
[cpd w. σεξουαλικός]
- of or pertaining to both sexes, ambisexual, bisexual: