Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφισβητώ [amfizvitó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.έχω βάσιμες αντιρρήσεις για την αλήθεια ή την ορθότητα ενός πράγματος: ~ τα λεγόμενά του. Δεν ~ τις καλές του προθέσεις. Aμφισβητείται η εντιμότητά του. Tο γεγονός αυτό είναι αμφισβητούμενο. || έχω αντιρρήσεις για την εγκυρότητα ενός πράγματος, δεν το αποδέχομαι και με επέκταση προβάλλω αξιώσεις για κτ.: ~ τη διαθήκη / την κληρονομιά. 2. για κτ. που δε γίνεται ευρύτερα αποδεκτό: H ανακάλυψή του αμφισβητήθηκε. Για πολύ καιρό ο κινηματογράφος αμφισβητήθηκε ως τέχνη. Στις μέρες μας αμφισβητούνται οι καθιερωμένες πολιτικές και κοινωνικές αξίες. Είναι το πιο αμφισβητούμενο έργο που ανέβηκε ποτέ σε ελληνικό θέατρο. || αρνούμαι κτ., είμαι αντίθετος σε κτ.: Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τα δικαιώματα της νεολαίας για μόρφωση;
[λόγ. < αρχ. ἀμφισβητῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφισβητώ [amfizvitó] αμφισβητείς, ipf αμφισβητούσα, aor αμφισβήτησα, pass αμφισβητούμαι, aor αμφισβητήθηκα, ppp αμφισβητημένος (L)
- ① call sth into question, dispute, take exception to, impugn, challenge (syn φέρω αντιρρήσεις, δεν παραδέχομαι [ως βέβαιο]):
- ~ το κύρος ενός εγγράφου, την αξιοπιστία κάποιου, την κατάθεση μάρτυρος, την ικανότητα, τον πατριωτισμό κάποιου |
- ~ την αλήθεια ενός ισχυρισμού, μιας δηλώσεως |
- το ~ I challenge it, δεν το ~ I let it go unchallenged, e.g. δεν ~ την ακρίβεια των γεγονότων |
- δεν ~ την αξία του ποιητή |
- κανείς δεν αμφισβητεί ότι κλ |
- ο γιατρός αμφισβητεί την αιτία του θανάτου της συζύγου του |
- δύσκολα μπορεί κανείς ν' αμφισβητήση μερικά δεδομένα |
- κανείς από τους συντεχνίτες του δεν τον εζήλευε και δεν του αμφισβητούσε την τιμή (Palam) |
- οι θρησκευτικοί μεταρρυθμιστές αμφισβήτησαν την κοσμική και την πνευματική εξουσία της παπικής εκκλησίας (Panagiotop) |
- ο Bαρλαάμ εξακολούθησε να αμφισβητή τη δυνατότητα θέας του θείου φωτός με τ' ανθρώπινα μάτια (Kanellop) |
- δεν είναι δυνατό να αμφισβητήση κανείς του Ψυχάρη στα σοβαρά την αξιόλογη θέση που κατέχει στην ιστορία των γραμμάτων μας (Theotokas) |
- η αυτοκριτική για όλα ρωτά κι όλες τις απαντήσεις τις αμφισβητεί (GAMangakis)
- ⓐ pass αμφισβητούμαι be the subject of dispute, be in question:
- αμφισβητήθηκε η χρησιμότητα του βασιλικού θεσμού |
- αμφισβητείται η νομιμότητα της ηγεσίας |
- αμφισβητείται το έγκυρο της αποφάσεως |
- ο Aντιφών (όχι ο ρήτωρ) αμφισβητείται αν ήταν Aθηναίος (Papanoutsos) |
- ο κινηματογράφος αμφισβητήθηκε σαν τέχνη (Dizikirikis) |
- το έργο τους παραμερίζεται, αμφισβητείται |
- η αξία των θεατρικών έργων του αμφισβητείται |
- τα απομνημονεύματα αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από κανέναν (Tsirpanlis) |
- αμφισβητήθηκε αν το ποίημα είναι δικό του |
- δεν έχει αμφισβητηθή ως τώρα ποτέ ότι κλ
- ② law raise a claim on sth, contest:
- ~ την κληρονομία |
- οι Mυκηναίοι αμφισβητούσαν προς τους Aργείους την κατοχή του ονομαστού ιερού της Ήρας και τη διοίκηση των αγώνων της Nεμέας (Papachatzis)
[fr MG (LMG αμφισβητίζω) ← ByzG, K (pap) ← AG]
- ① call sth into question, dispute, take exception to, impugn, challenge (syn φέρω αντιρρήσεις, δεν παραδέχομαι [ως βέβαιο]):