Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφισβητούμενος, -η, -ο [amfizvitúmenos] (L)
- in dispute, disputed, debatable, controversial:
- μη ~ uncontroversial |
- ανεξακρίβωτες ή αμφισβητούμενες πληροφορίες |
- σκοτεινά ή αμφισβητούμενα στοιχεία |
- πράγμα αμφισβητούμενο |
- αμφισβητούμενη έννοια του όρου Aναγέννηση |
- το αμφισβητούμενο ζήτημα matter in dispute |
- τα αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα |
- πρόβλημα αμφισβητούμενο |
- αμφισβητούμενο σημείο debating point |
- ~ ισχυρισμός |
- αποφασίζω τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις |
- άνθρωπος με αμφισβητούμενο ήθος |
- αμφισβητούμενη η λύση (σ' ένα τιθέμενο πρόβλημα) |
- αμφισβητούμενη αρμοδιότητα |
- αμφισβητούμενες αξιώσεις disputed claims |
- αμφισβητουμένη δικαιοδοσία jurisdiction (of the courts) in dispute |
- αμφισβητούμενο διοικητικό the controversies between private persons and the state, involved in dispute of legality of administrative acts |
- gnom κάθε αρχηγός ~ είναι αρχηγός αδύνατος (Kontogiannis) |
- η μεταδοτικότης των μικροβίων ήταν ακόμα αμφισβητούμενη τον 18ον αιώνα (Louros) |
- ο διδακτικός Kαβάφης ανανέωσε και καταξίωσε ένα αμφισβητούμενο είδος της ποίησης, την ποίηση τη διδακτική (Chatzinis) |
- οι σημασίες πίσω από τα φαινόμενα είναι μερικές, προσωρινές, αντιφατικές και αμφισβητούμενες (Dizikirikis) |
- ο μύθος είχε λίγη και αμφισβητούμενη αντοχή (Charis) |
- το αμφισβητούμενο λογοτεχνικό είδος, το χρονογράφημα (id.) |
- το ενδιαφέρον του κοινού έχει αντικείμενο τη ζωντανή τέχνη των ημερών μας και μάλιστα την πιο αμφισβητούμενη μορφή της, τη λεγόμενη αφηρημένη τέχνη (Karouzos)
- ⓐ being contested:
- διαρκώς ~ χώρος |
- μη ~ uncontested |
- βουλευτική έδρα μη αμφισβητούμενη uncontested seat in the parliament
- ⓑ disputed, doubtful (syn αμφίβολος, ύποπτος):
- υπάρχει μονάχα ένας συγγραφέας από την Πάτρα, ο Mνασέας και τούτος ~ (Panagiotop) |
- ο Bρανούσης κατατάσσει τη συλλογή "Έρωτος αποτελέσματα" ως αμφισβητούμενο έργο του Pήγα (Frangos)
[prpp of αμφισβητώ]
- in dispute, disputed, debatable, controversial: