Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφισβητήσιμος -η -ο [amfizvitísimos] Ε5 : για τον οποίο υπάρχει αμφισβήτηση, επιφύλαξη ή αμφιβολία, που δε γίνεται ευρύτερα αποδεκτός: H θεωρία του / η μέθοδός του είναι αμφισβητήσιμη. Οι ικανότητές του είναι αμφισβητήσιμες. || Είναι αμφισβητήσιμο αν
: Είναι (πολύ) αμφισβητήσιμο αν ενήργησε ανυστερόβουλα.
[λόγ. < αρχ. ἀμφισβητήσιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφισβητήσιμος, -η, -ο [amfizvitísimos] (L)
- questionable, disputable, debatable, controversial (syn αβέβαιος, ant αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, πανθομολογούμενος, βέβαιος):
- αμφισβητήσιμη γνώμη or άποψη |
- αμφισβητήσιμη θεωρία |
- αμφισβητήσιμη ερμηνεία |
- αμφισβητήσιμες αξίες (πνευματικές και άλλες) |
- αμφισβητήσιμη ομορφιά |
- αμφισβητήσιμη ικανότητα |
- αμφισβητήσιμη αξίωση |
- αμφισβητήσιμο ζήτημα or θέμα controversial topic |
- αμφισβητήσιμο αποτέλεσμα |
- αμφισβητήσιμο δικαίωμα |
- εργασίες αμφισβητήσιμης αξιοπιστίας |
- ενέργεια αμφισβητήσιμη αποτελεσματικότητος |
- φάρμακο αμφισβητήσιμης ωφελιμότητος |
- πολλές έννοιες έχουν αμφισβητήσιμο περιεχόμενο |
- ο Kαρλάιλ αγκαλιάζει την αμφισβητήσιμη και προβληματική μολαταύτα εικόνα ενός μεγάλου δικτατορικού δυνάστη, του Kρόμβελ (Palam) |
- όσο κι αν είναι αμφισβητήσιμη ακόμα η νίκη του δημοτικισμού, η ώρα του τελικού θριάμβου δεν θ' αργήση (Athanasiadis-N) |
- η συμβολή του Tαγκόρ στην απελευθέρωση των Iνδιών θεωρείται από πολλούς ισχυρότατα αμφισβητήσιμη (Panagiotop) |
- αμφισβητήσιμο είναι το δάνειο (sc ο Kαραγκιόζης) από μέρους των Tούρκων στους Nεοέλληνες, που άλλωστε το αναμόρφωσαν (Ioannou) |
- το κύρος της εμπειρίας είναι αμφισβητήσιμο (Papanoutsos) |
- η μεθοδολογία του Λούκατς είναι αμφισβητήσιμη από πολλές πλευρές (Dizikirikis)
[fr AG αμφισβητήσιμος]
- questionable, disputable, debatable, controversial (syn αβέβαιος, ant αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, πανθομολογούμενος, βέβαιος):