Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφισβήτηση η [amfizvítisi] Ο33 : 1.βάσιμη αντίρρηση την οποία προβάλλω για την αλήθεια ή την ορθότητα ενός πράγματος: ~ των γεγονότων / των ειδήσεων. (έκφρ.) είναι πέρα / έξω από κάθε ~. || αντίρρηση για την εγκυρότητα ενός πράγματος και με επέκταση προβολή αξιώσεων για κτ.: ~ της κληρονομιάς. (έκφρ.) (θέτω κτ.) υπό ~. 2. κριτική αντιμετώπιση, συνήθ. κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών συστημάτων και θεωριών: H γενιά της αμφισβήτησης.
[λόγ. < αρχ. ἀμφισβήτη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφισβήτηση [amfizvítisi] η, pl αμφισβητήσεις (L)
- ① contestation, dispute, challenge (syn αμφιλογία):
- ~ δικαιώματος |
- ~ δικαιοδοσίας |
- ~ γεγονότος |
- χωρίς ~ beyond contest |
- βάζω or θέτω κάτι υπό ~ |
- κάτι που δεν επιδέχεται ~ sth that does not admit of question |
- η υπό ~ (or L αμφισβήτησιν) διαθήκη contested will |
- ~ της ορθότητος ειδήσεως |
- η ~ της χρησιμότητας των εθίμων (Vrettakos) |
- δεν χωρεί καμιά ~ πώς κλ |
- η ~ των κοσμικών δικαιωμάτων του πάπα (Kanellop) |
- αφετηρία σε κάθε κριτικήν έρευνα πρέπει να είναι η ~ του παραδεγμένου (Papanoutsos) |
- για πολύν καιρό ο κινηματογράφος αμφισβητήθηκε ως τέχνη· ακόμη και σήμερα εξακολουθεί η ~ (Dizikirikis) |
- μονάχα με την αμοιβαία ~ της ζωής και της ευδαιμονίας προκόβει η ανθρώπινη ζωή (Theodorakop) |
- οι επαναστατικές μεταβολές είναι αποτέλεσμα αμφισβήτησης απομέρους μιας ομάδας ή μιας τάξης των φορέων της εξουσίας κλ (Nestor)
- ⓐ law contest:
- ~ της πατρότητας αποκλείεται ή, αν έγινε, μένει χωρίς αποτέλεσμα, αν ο σύζυγος γνώριζε την κυοφορία πριν γίνη ο γάμος (Christidis AK)
- ② philos disputation:
- ο Aριστοτέλης αναφέρει και μιαν ~, που είχε ο Zήνων με τον Πρωταγόρα (Lambridi)
- ③ pl αμφισβητήσεις οι, contradiction, gainsaying (syn αντιλογία, αντιρρήσεις, φιλονικία):
- ας τον τάδε, είναι όλο αμφισβητήσεις
[fr ByzG ← K (pap) ← AG αμφισβήτησις]
- ① contestation, dispute, challenge (syn αμφιλογία):