Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφιβολία η [amfivolía] Ο25 : αβεβαιότητα για την αλήθεια ή για την ορθότητα ενός πράγματος: H συμπεριφορά του μου γεννά πολλές αμφιβολίες. Mη μ΄ αφήνεις μέσα στην ~, πες μου την αλήθεια. Yπάρχουν πολλές αμφιβολίες για το αν θα δεχτεί. Δεν υπήρχε ~ πως θα έρθει. Δεν έχω την παραμικρή ~ ότι θα τα καταφέρει. (έκφρ.) χωρίς ~ ή πέρα / έξω από κάθε ~ ή δε χωράει (καμία) ~, σίγουρα, αναμφίβολα: Θα πας στη συναυλία; - Xωρίς καμιά ~. (νομ.) λόγω αμφιβολιών: Aθωώθηκε λόγω αμφιβολιών.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβολία, αρχ. σημ.: `επίθεση από δύο μεριές΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμφιβολία η.
-
- Aμφισβήτηση:
- (Δούκ. 872‑3).
[αρχ. ουσ. αμφιβολία. H λ. και σήμ.]
- Aμφισβήτηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιβολία [amfivolía] η, (& Vilaras αμφιβολιά & Makryg ανφιβολία, region. & substandard αφιβολία)
- uncertainty (in one's mind), doubt (syn αβεβαιότητα, δισταγμός, ενδοιασμός, ant βεβαιότητα):
- χωρίς ~ without doubt, no doubt, doubtless |
- του ήρθε μια ~ |
- μου γεννήθηκε η ~ αν θα δεχτή την προσφορά |
- έχω ~ για κάτι, e.g. έχω αμφιβολίες για την ικανότητά του, το χαρακτήρα του κλ, δεν έχω καμιά ~ γι' αυτό το πράμα or ότι θα μου κάμης τη χάρη |
- έχει αμφιβολίες για τον εαυτό του has self-doubt |
- δεν έμεινε καμία ~ |
- δεν υπάρχει or δε χωρεί (or χωράει) ~ (ότι) there is no room for doubt, undoubtedly, beyond peradventure |
- είναι έξω από κάθε ~ (L εκτός πάσης αμφιβολίας) πως κλ |
- gnom η αληθινή αγάπη είναι πιστή, αποφεύγει την ~ (Vrettakos) |
- law απαλλάσσω κ. λόγω αμφιβολιών give s.o. the benefit of the doubt and acquit him, e.g. ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται (απηλλάγη, ηθωώθη) λόγω αμφιβολιών the defendant gets (got) the benefit of the doubt and was acquitted (L) |
- να κοιτάξη όποιος έχει περιέργεια κι ανφιβολία τα πρωτόκολλα (Makryg) |
- η νεώτερη φιλοσοφική σκέψη ξεκίνησε με την ~ (SPanou) |
- η ~, η αγωνία του σκεπτικισμού ... παραμονεύει μέσ' από τα βαθιά της ψυχής μας (Palam) |
- οι αμφιβολίες του Σωκράτη, του Descartes και του Kαντ αποδείχτηκαν γονιμότατες (Papanoutsos) |
- ένα έχει σύντροφο στην επίμονη εργασία του ο ευσυνείδητος ερευνητής |
- την ~ (id.) |
- poem σου τάζω μ' όρκο | τη λευτεριά σου | χωρίς καμιά σου | αμφιβολιά (Vilaras) |
- μέσα μου η άυπνη ~, | κρύα πνοή, να! (Palam)
[fr LMG αμφιβολία ← ByzG, PatrG ← AG]
- uncertainty (in one's mind), doubt (syn αβεβαιότητα, δισταγμός, ενδοιασμός, ant βεβαιότητα):