Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφίρροπος -η -ο [amfíropos] Ε5 : που η έκβασή του δεν έχει κριθεί ακόμα: ~ αγώνας. Aμφίρροπη μάχη.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφίρροπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίρροπος, -η, -ο [amfíropos] (L)
- ① inclining both ways, hanging in the balance (near-syn αντιζυγισμένος, αντίρροπος, ισόπαλος, ant ισόρροπος):
- αμφίρροπη κίνηση |
- αμφίρροπη πάλη, ~ αγώνας (near-syn ισόπαλος αγώνας) |
- η αμφίρροπη στάση της χώρας |
- η μάχη ήταν αμφίρροπη the outcome of the battle hung in the balance |
- αμφίρροπη εκλογή |
- ταλαντεύσεις, αμφιβολίες, αμφίρροπες κινήσεις του πνεύματος γύρω από το 1900 (Chourmouzios) |
- οι τύχες του πολέμου είναι αμφίρροπες (Miliadis) |
- την κλασική στάση μπορούμε να την ονομάσουμε αντίρροπη ή αμφίρροπη |
- είναι αυτό που οι καλλιτέχνες της Iταλικής Aναγέννησης ονόμασαν κοντραπόστο (Karouzos) |
- το πνεύμα της τέχνης την κορμοστασιά του κούρου που είναι ισόρροπη τη μεταμορφώνει σε αμφίρροπη (id.)
- ② wavering, vacillating, unsteady, undecided, uncertain (syn αμφιρρέπων, αμφιταλαντευόμενος, αναποφάσιστος, ασταθής, διστακτικός, επαμφοτερίζων):
- αμφίρροπη πολιτική |
- αμφίρροπη απόφανση, αμφίρροπη έκφραση |
- αμφίρροπες σχέσεις |
- η κοινή γνώμη βρίσκεται διχασμένη κι αμφίρροπη |
- η καμαριέρα, αμφίρροπη ακόμα, διστακτική ξεκίνησε (Xenop) |
- είχε αποφασίσει ν' αυτοκτονήση πέφτοντας από το ύψος ενός μεγάλου κτιρίου· αλλά εδείλιασε τη στερνή στιγμή και στεκόταν ~ (Panagiotop) |
- poem εξαρτημένους |...|...| από την ερμηνεία της καθημερινής μας | αμφίρροπης οιωνοσκοπίας (Papatsonis)
[fr ByzG αμφίρροπος ← K]
- ① inclining both ways, hanging in the balance (near-syn αντιζυγισμένος, αντίρροπος, ισόπαλος, ant ισόρροπος):