Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφίκοιλος -η -ο [amfíkilos] Ε5 : που είναι κοίλος και από τις δύο του πλευρές: ~ φακός.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφίκοιλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίκοιλος, -η, -ο [amfícilos] (L)
- doubly concave, biconcave, concavo-concave:
- ~ σπόνδυλος |
- ~ φακός biconcave lens (ant αμφίκυρτος) |
- πρώτος με το δικό του τηλεσκόπιο (αλλά με αμφίκοιλο προσοφθάλμιο, που ο Kέπλερ το αντικατάστησε με αμφίκυρτο), κατάφερε να ιδή στη Σελήνη βουνά και κοιλάδες (Kanellop)
[fr ByzG αμφίκοιλος 'doubly concave']
- doubly concave, biconcave, concavo-concave: