Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφίεση η [amfíesi] Ο33 : (λόγ.) το σύνολο των ενδυμάτων κάποιου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένος: Προσέχει πολύ την αμφίεσή του.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφίε(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίεση [amfíesi] η, gen αμφιέσεως, pl αμφιέσεις (L)
- ① clothes, attire, raiment, dress (syn ενδυμασία, περιβολή, στολή, φορεσιά):
- τμήμα αμφιέσεων (σε κατάστημα) |
- νέες, ιδιόμορφες, συνηθισμένες, αποκριάτικες αμφιέσεις |
- πολυτελής, επίσημη, θεατρική ~ |
- παρδαλή ~ |
- γυναικεία ~, e.g. είδη γυναικείας αμφιέσεως |
- ~ χωρικής |
- η ~ ενός Σολομώντος είναι φτωχή και άχαρη μπροστά στον πλούτο των χρωμάτων και στην κομψότητα των κρίνων του αγρού (Papanoutsos) |
- ο νεοπυθαγόρειος Aπολλώνιος ακολουθεί τη δίαιτα και την ~ των πυθαγορείων (Tatakis) |
- η ιματιοθήκη μου περιλαβαίνει πλήρεις αμφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι κάμπου, βουνών και βάλτων, και για κάθε καιρό (Ouranis)
- ② fig form decorating sth, attire:
- η ποιητική ~ του τίτλου "Tα Φτερά της Nίκης" (Athanas) |
- η αλληλοεκτίμηση του ελληνικού Παρνασσού, ντυμένη με την πιο αστραφτερή ποιητική ~ (a poem of Palamas to Drosinis and the latter's poetic response) (ChChairop)
[fr ByzG αμφίεσις, der of αμφιέννυμι (w. stem εσ-)]
- ① clothes, attire, raiment, dress (syn ενδυμασία, περιβολή, στολή, φορεσιά):