Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμφίβολος, επίθ.
-
- (Προκ. για πρόσωπα ή με λ. όπως νους, καρδιά, ψυχή) που βρίσκεται σε αμφιβολία:
- (Βησσ., Επιστ. 368)·
- μη στέκεις τώρ’ αμφίβολη στο να πιστέψεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1229]· Γ́ [1190]).
[αρχ. επίθ. αμφίβολος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πρόσωπα ή με λ. όπως νους, καρδιά, ψυχή) που βρίσκεται σε αμφιβολία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφίβολος -η -ο [amfívolos] Ε5 : 1.που γεννά αμφιβολίες, για του οποίου την αλήθεια, την ποιότητα ή την ορθότητα δεν είμαστε σίγουροι: H σημασία αυτής της φράσης είναι αμφίβολη. H έκβαση του πειράματος / της δίκης είναι αμφίβολη. || είναι αμφίβολο αν
: Είναι αμφίβολο αν θα περάσουν να μας πάρουν. 2. που η κατάστασή του, η ποιότητά του προκαλεί αμφιβολίες· συζητήσιμος, όχι καλός: Tα ρούχα της είναι αμφίβολης καθαριότητας / αμφίβολου γούστου. Nα φοβάσαι τα αμφίβολης προέλευσης τρόφιμα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀμφίβολος· 2: σημδ. γαλλ. douteux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίβολος, -η (& L -ος), -ο [amfívolos] (L)
- ① uncertain, doubtful, dubious (syn αβέβαιος, αμφισβητήσιμος, ant αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, βέβαιος):
- το πράγμα είναι αμφίβολο |
- είναι αμφίβολο αν θα απαντήση, αν θα 'ρθη κλ |
- αμφίβολο ραντεβού |
- αμφίβολη ευφυΐα |
- αμφίβολη μάθηση |
- αμφίβολη πρόοδος |
- ελπίδες αμφίβολες |
- τ' αμφίβολα αγαθά της ζωής |
- ο καιρός φαίνεται ~ the weather looks uncertain |
- η έννοια του νόμου είναι αμφίβολη λόγω της αοριστίας στην έκφραση |
- αμφίβολη είναι η ενότητα του ποιήματος σα σύνθετης ποιητικής (Chatzinis) |
- ετούτη η αμφίβολη κατάσταση έσπειρε μέσα στη Σάμο τη διχόνοια (Petsalis) |
- η σύνδεση των γεωμετρικών σχημάτων κλ με την αφηρημένη τέχνη είναι αμφίβολης πειστικότητας (Dizikirikis) |
- νέοι όροι όπως τηλοψία, καφενείον, έχουν αμφίβολη χρησιμότητα και τύχη (Stathis) |
- poem παρηγοριά του αμφίβολη |
- το ημιτελές είναι το γνώρισμα των αριστουργημάτων (Ritsos)
- ⓐ hazardous (ant βέβαιος, σίγουρος):
- οι καιροί είναι αμφίβολοι |
- αμφίβολο κέρδος hazardous gain (profit), e.g. το κέρδος αμφίβολο, η ζημιά βέβαιη |
- το κέρδος από μια συζήτηση αυτού του είδους είναι πολύ αμφίβολο (Charis)
- ⓑ questionable (syn προβληματικός):
- τα σεντόνια του ξενοδοχείου ήταν αμφίβολης καθαριότητας |
- λύσεις ηθικά αμφίβολες (Papanoutsos) |
- η αποδεικτική δύναμη του επιχειρήματος είναι αμφίβολη (id.) |
- έτσι που πάμε φοβούμαι πως είναι αμφίβολη η επιβίωσίς μας ως ελεύθερου και πολιτισμένου λαού (Kasimatis) |
- η ιστορική ακρίβεια του μύθου είναι αμφίβολη (Sachinis) |
- ο σοσιαλισμός ήταν μια θρησκεία με αμφίβολο παράδεισο (Athanasiadis-N) |
- αμφίβολη αξία, e.g. οι μέτριοι ρομαντικοί έχουν αμφίβολη αξία (Tsatsos), ένα δόγμα αμφίβολης αξίας a dubious doctrine
- ⓒ unsavory (syn κακός, ύποπτος):
- αμφίβολη φήμη (syn κακή φήμη, ύποπτο όνομα) |
- αμφίβολη προσωπικότητα |
- αμφίβολα κέντρα (διασκεδάσεως)
- ② undetermined, undecided, in the balance (near-syn ακαθόριστος, ταλαντευόμενος):
- το αμφίβολο φως του σούρουπου (Ouranis) |
- άνθρωπος αμφιβόλου φύλου |
- αμφίβολη θηλυκότητα ή ~ ανδρισμός (Kanellop) |
- ~ γιος του δούκα |
- ο πνευματικός σνομπ μπορεί να είναι άντρας ή γυναίκα ή και ~ (Panagiotop) |
- poem οι επιβάτες συνωθούνταν χλωμοί και αμφίβολοι (Kyrou)
[fr MG αμφίβολος ← ByzG, K ← AG]
- ① uncertain, doubtful, dubious (syn αβέβαιος, αμφισβητήσιμος, ant αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, βέβαιος):