Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφίβιος -α -ο [amfívios] Ε6 : για ζώα ή για φυτά που ζουν και στην ξηρά και στο νερό: Οι βάτραχοι είναι ζώα αμφίβια. || για οχήματα που μπορούν να κινηθούν και στην ξηρά και στη θάλασσα. || (ως ουσ.) τα αμφίβια, τάξη της ομοταξίας των σπονδυλωτών: H σαλαμάνδρα ανήκει στα αμφίβια.
[λόγ. < αρχ. ἀμφίβιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίβιος1 [amfívios] ο, hist
- person living a double life as a Greek and also following Frankish or Catholic practices:
- στη Nάξο, μολονότι η καθολική προπαγάνδα ήταν έντονη, λίγοι μόνο ήταν οι φραγκίζοντες, οι λεγόμενοι αμφίβιοι (Vacalop).
[substantiv. m of αμφίβιος2]
- person living a double life as a Greek and also following Frankish or Catholic practices:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίβιος2, -α (& L -ος), -ο [amfívios] (L)
- ① amphibian:
- αμφίβια ζώα, e.g. οι βάτραχοι είναι ζώα αμφίβια |
- ένας ~ πρωτόγονος οργανισμός θεωρείται από την ορθόδοξη θεωρία της εξέλιξης ως ο μακρινός πρόγονος όλων των ζωικών ειδών (Lambridi)
- ⓐ amphibious:
- οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε ~ και χύμηξε στη θάλασσα να βρη τον πολιτισμό (Karagatsis)
- ⓑ mostly milit, pertaining to, or occuring in, both land and sea, amphibious:
- ~ πόλεμος amphibious warfare |
- αμφίβια γυμνάσια |
- ~ επιχείρηση amphibious operation, αμφίβιες επιχειρήσεις |
- ~ απόβαση amphibious landing |
- αμφίβιο αεροπλάνο |
- αμφίβιο όχημα amphibious vehicle track, landing vehicle |
- αμφίβιο ερπυστριοφόρο landing vehicle tractor |
- αμφίβιο άρμα amphibious tank, duplex drive tank |
- αμφίβιο τεθωρακισμένο armored landing vehicle tractor |
- αμφίβιο πλοίο επιθέσεως amphibious assault ship |
- αμφίβιο πλοίο μεταφορών attack cargo ship |
- ~ επιθετική δύναμις amphibious attack force |
- ~ καταδρομή amphibious raid |
- στο Στρυμόνα κατέβαιναν βάρκες από λάστιχο, ξέχειλες από γερμανικό στρατό, αμφίβια τέρατα με μυριάδες κεφαλές από πρασινωπό ατσάλι (Terzakis)
- ② belonging to two classes or categories, twofold, dual, double:
- όντα πολύ αμφίβολης, ηθικά αμφίβιας διαγωγής (Kanellop) |
- η παρέα είχε αμφίβιο χαραχτήρα |
- ποετάστρους, πολιτικολόγους, ακαμάτηδες κλ (Terzakis) |
- μόνιμος, τελματωμένος σε τούτον τον αμφίβιο βαθμό, που δεν είναι πια υπαξιωματικού και δεν είναι ακόμα αξιωματικού (Myriv) |
- ο ~ ρόλος του κορυφαίου anc theat |
- ο Έττορε Tζανίνι είναι ~, υπηρετεί και τη σκηνή και την οθόνη (Athanasiadis-N)
[fr AG αμφίβιος]
- ① amphibian: