Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφίβιο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμφίβιο [amfívio] το,
  • ① amphibian
  • ⓐ biol plant or animal adapted to living on land or in water
  • ⓑ zoo animal of the class Amphibia:
    • ~ προϊστορικής εποχής |
    • τα αμφίβια κατορθώνουν να διατηρήσουν για πολύ καιρό τη ζωή τους, επειδή είναι σκληροτράχηλα (Louros)
  • ② amphibious being, i.e. animal able to live both on land and in water (syn αμφίβιο ζώο):
    • η φώκια είναι ~ |
    • ο Aριστοτέλης αποκαλεί τους Έλληνες αμφίβια (Athanasiadis-N) |
    • poem ~, μα πουλί! Σαν υδροπλάνο | συρτά, θαρρείς, πετά, βουτά και πλέει (Mammelis)
  • ③ fig person living a double life or embodying opposing characteristics:
    • θα μπορούσε ίσως κανείς να χαρακτηρίση τον άνθρωπο σαν "~ ανώτερης ποιότητος", επειδή είναι ον που ανήκει σε δύο κόσμους, τον υλικό και τον πνευματικό, πράγμα που παρατείνει τη ζωή, όπως συμβαίνει στα αμφίβια ζώα (Louros) |
    • αυτά τα αμφίβια θέλησαν να "τακτοποιηθούν" στην Eυρώπη, εγύρισαν όμως άπρακτες. O χειρούργος είπε στη μία από τις δύο |
    • έτσι που είσθε μάλλον άντρα μπορώ να σας κάνω παρά γυναίκα (Charis)

[fr K το αμφίβιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφίβιος -α -ο [amfívios] Ε6 : για ζώα ή για φυτά που ζουν και στην ξηρά και στο νερό: Οι βάτραχοι είναι ζώα αμφίβια. || για οχήματα που μπορούν να κινηθούν και στην ξηρά και στη θάλασσα. || (ως ουσ.) τα αμφίβια, τάξη της ομοταξίας των σπονδυλωτών: H σαλαμάνδρα ανήκει στα αμφίβια.

[λόγ. < αρχ. ἀμφίβιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφίβιος1 [amfívios] ο, hist
  • person living a double life as a Greek and also following Frankish or Catholic practices:
    • στη Nάξο, μολονότι η καθολική προπαγάνδα ήταν έντονη, λίγοι μόνο ήταν οι φραγκίζοντες, οι λεγόμενοι αμφίβιοι (Vacalop).

[substantiv. m of αμφίβιος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφίβιος2, -α (& L -ος), -ο [amfívios] (L)
  • ① amphibian:
    • αμφίβια ζώα, e.g. οι βάτραχοι είναι ζώα αμφίβια |
    • ένας ~ πρωτόγονος οργανισμός θεωρείται από την ορθόδοξη θεωρία της εξέλιξης ως ο μακρινός πρόγονος όλων των ζωικών ειδών (Lambridi)
  • ⓐ amphibious:
    • οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε ~ και χύμηξε στη θάλασσα να βρη τον πολιτισμό (Karagatsis)
  • ⓑ mostly milit, pertaining to, or occuring in, both land and sea, amphibious:
    • ~ πόλεμος amphibious warfare |
    • αμφίβια γυμνάσια |
    • ~ επιχείρηση amphibious operation, αμφίβιες επιχειρήσεις |
    • ~ απόβαση amphibious landing |
    • αμφίβιο αεροπλάνο |
    • αμφίβιο όχημα amphibious vehicle track, landing vehicle |
    • αμφίβιο ερπυστριοφόρο landing vehicle tractor |
    • αμφίβιο άρμα amphibious tank, duplex drive tank |
    • αμφίβιο τεθωρακισμένο armored landing vehicle tractor |
    • αμφίβιο πλοίο επιθέσεως amphibious assault ship |
    • αμφίβιο πλοίο μεταφορών attack cargo ship |
    • ~ επιθετική δύναμις amphibious attack force |
    • ~ καταδρομή amphibious raid |
    • στο Στρυμόνα κατέβαιναν βάρκες από λάστιχο, ξέχειλες από γερμανικό στρατό, αμφίβια τέρατα με μυριάδες κεφαλές από πρασινωπό ατσάλι (Terzakis)
  • ② belonging to two classes or categories, twofold, dual, double:
    • όντα πολύ αμφίβολης, ηθικά αμφίβιας διαγωγής (Kanellop) |
    • η παρέα είχε αμφίβιο χαραχτήρα |
    • ποετάστρους, πολιτικολόγους, ακαμάτηδες κλ (Terzakis) |
    • μόνιμος, τελματωμένος σε τούτον τον αμφίβιο βαθμό, που δεν είναι πια υπαξιωματικού και δεν είναι ακόμα αξιωματικού (Myriv) |
    • ο ~ ρόλος του κορυφαίου anc theat |
    • ο Έττορε Tζανίνι είναι ~, υπηρετεί και τη σκηνή και την οθόνη (Athanasiadis-N)

[fr AG αμφίβιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες