Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυχή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμυχή η [amixí] Ο29 : επιπόλαιο τραύμα του δέρματος που γίνεται συνήθ. από τα νύχια ή από κάποιο αιχμηρό αντικείμενο: Tο πρόσωπό του ήταν γεμάτο αμυχές. Kατάφερε να γλιτώσει μόνο με λίγες αμυχές / χωρίς ούτε μία ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμυχή]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμυχή [ami] η, (L)
  • superficial wound, scratch, graze (syn γρατζουνιά, γρατζούνισμα):
    • χωρίς ~ |
    • ήρθε με το πρόσωπο γεμάτο αμυχές came w. his face all scratched |
    • μες στο χώμα ξεχώρισε μια κηλίδα από πηγμένο αίμα, από μια ασήμαντη ~ (Venezis) |
    • είδα στο λαιμό του ματωμένα γρατζουνίσματα και βαθιές αμυχές (Rossidis) |
    • (για τη μονομαχία) δεν υποθέτετε πως δυο σταγόνες αίματος ή μια ~ αρκούν, για να επανορθώσουν την προσβεβλημένη τιμή (Karyotakis) |
    • poem η αρχή φαίνεται | ~ στο στερέωμα του χρόνου (Karelli)

[fr LK, PatrG αμυχή ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες