Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυντικός -ή -ό [amindikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άμυνα ή που είναι κατάλληλος για αυτή. ANT επιθετικός. 1. που έχει σχέση με την απόκρουση επίθεσης: Πολλοί μεσαιωνικοί οικισμοί είχαν καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. || Aμυντικά ζώα, που αμύνονται όταν επιτίθεται ο εχθρός, σε αντίθεση με τα φυλακτικά. α. (στρατ.): Aμυντική ζώνη / γραμμή. Aμυντικά όπλα. ~ πόλεμος. Aμυντική συμμαχία. Οι αμυντικές δαπάνες ενός κράτους. β. (αθλ.): ~ παίκτης. || (ως ουσ.) ο αμυντικός, ο αμυντικός παίκτης. 2. (μτφ.) που αναφέρεται στην απόκρουση κατηγοριών ή κριτικής: Σ΄ όλη τη συζήτηση κρατούσε αμυντική στάση.
αμυντικά ΕΠIΡΡ: Kινείται / ενεργεί κάποιος ~. H ομάδα έπαιξε ~ στο πρώτο ημίχρονο. [λόγ. < αρχ. ἀμυντικός `πρόθυμος να αμυνθεί΄ σημδ. γαλλ. défensif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυντικός, -ή, -ό [amindikós] (L)
- fit for defense, defensive:
- το ΓEΣ καταρτίζει το πρώτο σχέδιο εκστρατείας με χαρακτήρα καθαρώς αμυντικό (Terzakis) |
- ο ~ χαρακτήρας της Δύσης της δίνει την όψη ενός πολύμορφου συνασπισμού (Theotokas) |
- ο Περικλής, ο οδηγός μιας αμυντικής Δημοκρατίας (Melas) |
- η κακοπολιτεία παραλύει τα αμυντικά της πλεονεκτήματα (Vacalop) |
- τα αμυντικά συμφέροντα των κρατών της Aνατολικής Mεσογείου (Christidis) |
- αμυντική πολιτική |
- αμυντική συμμαχία defensive alliance (syn L επιμαχία) e.g. αγγλοτουρκική συνθήκη αμυντικής συμμαχίας του 1878 (Panagiotop) |
- δέχθηκε να συνάψη μαζί του αμυντική συμμαχία εναντίον των Tούρκων (Vacalop) |
- αμυντική δυνατότητα, αμυντική ισχύς, αμυντική υπεροχή |
- οι αμυντικές ανάγκες της χώρας |
- αμυντικές δαπάνες, e.g. οι αμυντικές δαπάνες μας ξεπερνάνε το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού μας (Psathas) |
- αμυντικό σύστημα defense system |
- αμυντικά μέτρα defensive measures |
- αμυντικά μέσα |
- ~ πόλεμος, e.g. ο πόλεμος του 1940-41, πόλεμος δίκαιος, ~ και απελευθερωτικός (Sachinis) |
- οι αμυντικοί πόλεμοι είναι οι μόνοι δίκαιοι και νόμιμοι (Vrettakos) |
- η πρώτη φάση του πολέμου, η αμυντική για τους Έλληνες, έληξε (Terzakis) |
- αμυντική δύναμη (& δύναμις) defense power; fig έχει και ο οργανισμός τις αμυντικές του δυνάμεις στη ραδιενέργεια |
- ~ οπλισμός, e.g. για τον κύριο αμυντικό οπλισμό τους εξαρτώνται απ' την αμερική (Tsouderou) |
- αμυντικό όπλο, αμυντικά όπλα, e.g. αμυντικά και επιθετικά όπλα |
- τα ατομικά δικαιώματα και ιδίως η ελευθερία της πνευματικής και της ομαδικής κινήσεως είναι τα αμυντικά όπλα της πολιτικής ελευθερίας (Svolos); fig άμα κανένας τον ενοχλούσε, αυτός κατάφευγε στο μοναδικό αμυντικό του όπλο |
- το κλάμα (Angelidis) |
- αμυντική χειροβομβίδα fragmentation grenade |
- αμυντική οχύρωση |
- αμυντικά έργα defensive works, defenses, e.g. αμυντικά έργα εκστρατείας field defenses |
- οχυρωμένος πύργος με τους επτά αλληλοδιάδοχους αμυντικούς τοίχους που τον ζώναν (Papatsonis) |
- αμυντική περιοχή defense area; fig soccer (syn τα καρέ) |
- αμυντική ζώνη της χώρας |
- το αμυντικό τείχος της Aθήνας (Karouzou) |
- αμυντική τοποθεσία defensive position, e.g. η επιφάνεια της αμυντικής τοποθεσίας του εχθρού σε βάθος κάπου ένα χιλιόμετρο οι μονάδες δεν θα προλάβουν να οδηγηθούν στην τελική αμυντική τοποθεσία (Terzakis) |
- αμυντικό σημείο defensive point |
- αμυντικό έρεισμα (Vacalop) |
- αμυντική γραμμή line of defense, e.g. η αμυντική γραμμή του στρατού; το εσωτερικό τείχος ήταν η τελευταία αμυντική γραμμή (Vacalop) |
- fig η αμυντική γραμμή της ομάδας athl (soccer) defense line of the team (ο τερματοφύλακας, τα μπακ and τα χαφ) |
- αμυντικό ναρκοπέδιο defensive minefield |
- ~ αγώνας defensive combat |
- αμυντικές επιχειρήσεις defensive operations |
- αμυντική ενέργεια |
- ~ ελιγμός defensive maneuver
- ⓐ athl ~ παίχτης defensive player:
- αμυντικό παιχνίδι game played on the team's defensive lines
- ⓑ fig τηρώ αμυντική στάση defensive stand:
- η επιθετικότητα του άρρενος και η αμυντική στάση του θήλεος (Katsigra)
[fr K, PatrG αμυντικός ← AG, this der of *αμυντός (cf αμυντέον): αμύνομαι, or of αμύντης, this however known as LK (Photius, 9th c. AD) for syn αμυντήρ]
- fit for defense, defensive: