Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλόκολλα η [amilókola] Ο27α : κόλλα που πρασκευάζεται από άμυλο.
[λόγ. αμυλο- + κόλλα μτφρδ. γαλλ. colle d΄amidon]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλόκολλα [amilókola] η, chem
- starch glue, starch paste (syn αλευρόκολλα)
- ⓐ laundry starch (syn κόλλα των υποκαμίσων)
[cpd w. κόλλα]