Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμυλο το [ámilo] Ο42 : λευκή ουσία, άοσμη και άγευστη, σε μορφή κόκκων ή σκόνης, την οποία σχηματίζουν τα φυτά, κυρίως τα δημητριακά και οι πατάτες.
[λόγ. < ελνστ. ἄμυλον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμυλο [ámilo] το, (L) chem
- ① starch, amylum:
- ~ σίτου, ~ πατάτας, ~ αραποσιτιού, ~ ρυζιού, ~από κάστανα (syn καταστατό, νισεστές) |
- το ~ το λέμε νισεστέ, το μεταχειριζόμαστε στη μουσταλευριά |
- από το ~ γίνεται η κόλλα για κολλάρισμα
- ② the finest flour (syn άχνη, πάσπαλη)
[fr K άμυλον 'starch', substantiv. n of AG adj άμυλος 'unmilled, unground', cpd w. μύλη 'millstone; grinding wheel']
- ① starch, amylum:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλο- [amilo] & αμυλό- [amiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αμυλ- [amil], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (συνήθ. επιστ.) το ουσ. άμυλο ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά: αμυλάλευρο, αμυλαλκοόλη, αμυλόκολλα, αμυλόκοκκος, ~σάκχαρο. || αμυλόλυση. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~ειδής, αμυλούχος.
[λόγ. θ. του ουσ. άμυλ(ον) -ο- & διεθ. amylo- < ελνστ. ἄμυλο(ν) ως α' συνθ.: αμυλό-λυσις < νλατ. amylolysis & μτφρδ. αμυ λό-κόλλα < γαλλ. colle d΄amidon]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλο- [amilo]
- 1st me of cpds; s. foll entries.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλόγαλα [amilóγala] το,
- emulsion from potato pulp containing the starch
[cpd w. γάλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλοειδής -ής -ές [amiloiδís] Ε10 : που έχει τη υφή του αμύλου. || (ως ουσ.) το αμυλοειδές, συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης των φυτών.
[λόγ. αμυλο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. amylacé]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλοειδής, -ής, -ές [amiloi∂ís] (L)
- starchy, amyloid(al), amylaceous:
- αμυλοειδή σωμάτια deposits of the glucoprotein amyloid in amyloidosis
[cpd w. είδος, w. termin -οειδής]
- starchy, amyloid(al), amylaceous:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλοείδωσις [amiloí∂osis] η, (L) med
- amyloidosis:
- πρωτοπαθής ~ των βλεφάρων
[der of αμυλοειδής w. suff -ωσις]
- amyloidosis:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλοζάχαρο το [amilozáxaro] Ο41 : ζάχαρο που βγαίνει από το άμυλο κυρίως της πατάτας ή του αραβόσιτου.
[λόγ. < αμυλοσάκχαρον με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σάκχαρον > ζάχα ρο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλόζη η [amilózi] Ο30 : (χημ.) κύριο συστατικό του κεντρικού πυρήνα των αμυλόκοκκων.
[λόγ. < διεθ. amylos(e) -η]