Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλάλευρο το [amilálevro] Ο41 : αλεύρι που παράγεται από διάφορες αμυλώδεις ουσίες.
[λόγ. αμυλ(ο)- + άλευρον μτφρδ. γαλλ. farine d΄amidon]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλάλευρο [amilálevro] το,
- flour of any starchy substance (syn καταστατό, νισεστές)
[cpd of άμυλον & άλευρον]