Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυδρός -ή -ό [amiδrós] Ε1 : 1.που δε διακρίνεται καθαρά, που μόλις διαφαίνεται· ανεπαίσθητος, ασαφής: Aμυδρό φως. Aμυδρά ίχνη. Tα γράμματα ήταν πολύ αμυδρά. Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. || (επέκτ.) για εντυπώσεις συγκεχυμένες που έχουν εξασθενίσει: Διατηρούσε μια αμυδρή ανάμνησή της. Kατάφερε ν΄ αποκτήσει μόνο μια αμυδρή εικόνα από την όλη κατάσταση. 2. (μτφ.): Είχε μόνο μια αμυδρή ελπίδα να πετύχει στις εξετάσεις, πολύ μικρή.
αμυδρά ΕΠIΡΡ: Kάτι ξεχωρίζει ~ μέσα στο σκοτάδι. || Tον θυμάμαι πολύ ~, πολύ λίγο. [λόγ. < αρχ. ἀμυδρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυδρός, -ή, -ό [ami∂rós] (L)
- ① dim, obscure (ant λαμπερός, λαμπρός):
- αμυδρό φως dim light, glimmer, e.g. στο αμυδρό φως ενός πυρσού διέκρινα μια σήραγγα (Ouranis) |
- η εκκλησία δε φωτιζόταν παρά από το αμυδρότατο και τρεμουλιαστό φως λίγων μικρών κεριών (id.) |
- άνοιξαν τα μάτια μου σ' ένα αμυδρό φέγγος ημέρας (Karantonis) |
- μέρη με αμυδρή τη λάμψη, μέρη μονότονα (Chamoudop) |
- poem ένα κερί αρκεί· το φως του το αμυδρό | αρμόζει πιο καλά κλ. (Kavafis)
- ② faint, weak, slight:
- αμυδρή ελπίδα faint hope, e.g. τρέφω μια αμυδρή ελπίδα πως μπορεί να έρθουν (Palam) |
- αμυδρή εντύπωση |
- αμυδρή σκιαγραφία |
- αμυδρή ιδέα slight idea, e.g. έχω αμυδρή ιδέα για κάτι (μιαν υπόθεση) |
- μπορούμε να λάβομε κάποιαν αμυδρή ιδέα (Papatsonis) |
- κυριεύθηκε από την έστω και αμυδρή σκέψη να κάμη κάτι περισσότερο (Kanellop) |
- αμυδρή εικόνα |
- αμυδρό χαμόγελο, e.g. κάτω από το μουστάκι του διέκρινα έν' αμυδρό χαμόγελο (Xenop), ζωγραφίστηκε ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλια του (Roufos) |
- αμυδρό προμήνυμα της άνοιξης |
- μου απόμεινε μια χάρη αμυδρή από το περιβόλι της Παναγίας (Chatzinis) |
- αμυδρά ίχνη φωτοστεφάνου |
- μερικές αμυδρές επιδράσεις του ύμνου σε μεταγενέστερα ποιήματα (Dragona-M) |
- του έκαμε μια αμυδρή νύξη |
- αμυδρή μνήμη a weak or hazy memory, e.g. οι λαοί που έχουν ακόμα ανιστόρητη ψυχή και αμυδρή ιστορική μνήμη (Theodorakop) |
- στα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας (Karagatsis)
- ③ vague, indistinct (syn ασαφής, δυσδιάκριτος):
- έννοια αμυδρή indistinct notion |
- αμυδρές παραστάσεις |
- οι γραμμές της απομακρυνόμενης κατοικίας γίνονται όλο καιπιο αμυδρές (Athanasiadis-N) |
- αμυδρά εξωτερικά κριτήρια |
- μια αλήθεια που μόλις μαντευόταν, κρυμμένη ακόμα, αμυδρή σκοτεινή (Xenop) |
- ένα αμυδρό συναίσθημα του χρόνου |
- εδώ έχουμε μια αμυδρή σύνδεση της λόγιας ποίησης με το δημοτικό τραγούδι (Dimaras) |
- η ανησυχία η αμυδρή σαν κακό προαίσθημα |
- ένας κίνδυνος ~ |
- ~ ήχος an indistinct, faint, sound |
- poem με κάποια λύπη αμυδρή | στα πρόσωπά μας (Vakalo)
- ④ dull, of colors (syn άτονος, ant έντονος, χτυπητός):
- ~ χρωματισμός dull coloring |
- αμυδρό χρώμα |
- τα μιμήματα δεν είναι άλλο παρά αμυδρών εικασμάτων εικάσματα αμυδρότερα (Dimitrieis) |
- παρελαύνουν εκεί ... με αμυδρότερες μολυβιές ή χρωματιές εντονότερες, αναστημένες μέσα σε μια τοιχογραφία ..., οι γυναίκες όλες (Palam)
[fr kath αμυδρός ← AG]
- ① dim, obscure (ant λαμπερός, λαμπρός):