Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλόψιχα η [amiγδalópsixa] Ο27α : η ψίχα του αμύγδαλου: Aγόρασα ~.
[αμυγδαλο- + ψίχα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλόψιχα [amiγ∂alópsixa] η, (& μυγδαλόψιχα)
- edible kernel of the almond, shelled or blanched almond:
- τι όμορφος που ήταν ο κούκος του ρολογιού! ... οι ώρες σημαδεμένες άσπρες ... άσπρο φρέσκο, καθώς της ζωντανής αμυγδαλόψιχας - τέτοιο άσπρο (Panagiotop) |
- της είπε για το σταυρό του πολέμου, για το στίχο πάνω στα κόλλυβα, για τις χρυσές μυγδαλόψιχες (Myriv)
[cpd w. ψίχα]
- edible kernel of the almond, shelled or blanched almond: