Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλόλαδο το [amiγδalólaδo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από τα αμύγδαλα και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στην κοσμετολογία· αμυγδαλέλαιο.
[μσν. αμυγδαλόλαδο < αμυγδαλο- + λάδ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλόλαδο [amiγ∂alóla∂o] το, (& μυγδαλόλαδο) pharm, soap making
- almond oil, Oleum amygdalarum (syn αμυγδαλέλαιο):
- για το σώμα μπορεί κανείς να χρησιμοποιή αντιηλιακό λάδι ή έστω και ~ (GLadas)
[fr MG αμυγδαλόλαδον (also in Ger. Vlachos), cpd w. λάδιν]
- almond oil, Oleum amygdalarum (syn αμυγδαλέλαιο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αμυγδαλόλαδον το.
-
- Έλαιο που εξάγεται από τα πικραμύγδαλα και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική:
- Διά βήχα … αμυγδαλόλαδον (Σταφ., Iατροσ. 12345).
[<ουσ. αμύγδαλον + λάδι. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. (‑ο)]
- Έλαιο που εξάγεται από τα πικραμύγδαλα και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική: