Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλιά η [amiγδalá] Ο24 : φυλλοβόλο, καρποφόρο δέντρο με λευκορόδινα άνθη που καρπός του είναι το αμύγδαλο: Οι αμυγδαλιές ανθίζουν το Φλεβάρη.
[αρχ. ἀμυγδαλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλιά [amiγ∂aljá] η, (& μυγδαλιά) bot
- almond tree, Amygdalus communis:
- ανθισμένη or ολάνθιστη ~ |
- χιώτικη ~ |
- οι αμυγδαλιές ανθίζουν το Φλεβάρη |
- είναι όμορφη σαν ανθισμένη ~ |
- άνθι, κλωνάρι, κλαριά μυγδαλιάς |
- φυτώριο από αμυγδαλιές |
- έτσι ξεγελιούνται κ' οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού να 'ρθη η πίκρα του χειμώνα (Christomanos) |
- μέσα στο σπέρμα της αμυγδαλιάς είναι κιόλας ολόκληρη η ~ (Tatakis) |
- folks. η ~ που 'χει τη χάρη | να 'ν' του χειμώνα το καμάρι (Dimitrakos) |
- poem εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιά | με τα χεράκια της (Drosinis) |
- και χάνοντας τον ήλιο της η μυγδαλιά η καημένη | πετάει τα νυφιάτικα και πέφτει και πεθαίνει (Palam) |
- η μυγδαλιά το μεσοχείμωνο | με ανθούς αρματωμένη (Kazantz Od 8.113) |
- βάλε τα σπάρτα στα μαλλιά σου, | τις μυγδαλιές στην αγκαλιά σου | κ' έβγα νυφούλα στα βουνά (Vrettakos) |
- τι θέλει η μυρωδιά | που μας χτυπά απαλότατα | με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο την καρδιά; (Polydouri) |
- είναι μια μυγδαλιά που σεργιανάει σα νύφη στο περβόλι (Ritsos)
[fr MG αμυγδαλέα (and in Portius, 1635; dial αμυγδαλιά Somavera, 1709) ← K αμυγδαλέα, der of αμύγδαλον]
- almond tree, Amygdalus communis: