Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλεώνας ο [amiγδaleónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμυγδαλιές.
[λόγ. αμυγδαλ(ή) -εών > -εώνας (δες -ώνας) λόγ. επίδρ. στο αμυγδαλιώνας < αμυγδαλ(ιά) -ιώνας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλεώνας [amiγ∂aleónas] ο, (L)
- plantation of almond trees (syn αμυγδαλιώνας):
- στα χαμηλά και στις απλοχωριές λαχανόκηποι και ένας μεγάλος ~ με πολλούς μύλους (Varelas)
[neol, der of αμυγδαλή w. suff -εών]
- plantation of almond trees (syn αμυγδαλιώνας):