Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλή η [amiγδalí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : αδένες σε σχήμα αμυγδάλου που βρίσκονται στη βάση του ουρανίσκου, στο φάρυγγα: Aριστερή / δεξιά ~. Πυώδεις αμυγδαλές. Yποφέρει από τις αμυγδαλές του. Πρήστηκαν οι αμυγδαλές μου. Έχω αμυγδαλές.
[λόγ. < αρχ. ἀμυγδαλῆ `αμυγδαλιά΄ σημδ. γαλλ. amygdale (στη νέα σημ.) < λατ. amygdala < αρχ. ἀμυγδάλη `αμύγδαλο΄, με σφαλερή ταύτιση: ἀμυγδάλη - ἀμυγδαλῆ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλή [amiγ∂alí] η, (L) anat, med
- ① tonsil, usu pl αμυγδαλές οι:
- αριστερή ~, δεξιά ~ |
- οι αμυγδαλές είναι πρησμένες |
- ήμουν άρρωστος από φλόγωση των αμυγδαλών κ' έκαια από τον πυρετό (Ouranis)
- ② αμυγδαλές & less freq μυγδαλές, tonsilitis (syn αμυγδαλίτης 2, αμυγδαλίτιδα):
- έχω αμυγδαλές I suffer from tonsilitis
[fr K αμυγδάλη 'almond' w. accent shift by anal. of L αμυγδαλή 'almond tree'; cf also MG αμύγδαλον 'almond tree']
- ① tonsil, usu pl αμυγδαλές οι: