Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλέλαιο το [amiγδaléleo] Ο41 : (λόγ.) το αμυγδαλόλαδο.
[λόγ. < ελνστ. ἀμυγδαλέλαιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλέλαιο [amiγ∂aléleo] το, (L)
- almond oil (syn αμυγδαλόλαδο)
[fr MG ← K αμυγδαλέλαιον, cpd w. έλαιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμυγδαλέλαιον το.
-
- Έλαιο που εξάγεται από αμύγδαλα:
- (Oρνεοσ. 5814).
[μτγν. ουσ. αμυγδαλέλαιον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Έλαιο που εξάγεται από αμύγδαλα: