Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυαλιά η [amna
á] Ο24 : η ιδιότητα του άμυαλου, η έλλειψη φρόνησης, σύνεσης· επιπολαιότητα, απερισκεψία: Ό,τι έπαθε, το έπαθε από την ~ του. || η απερίσκεπτη πράξη: Έκανα μια ~. Οι αμυαλιές του θα τον καταστρέψουν. Πλήρωσε ακριβά την ~ του. [άμυαλ(ος) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυαλιά [amjaljá] η,
- ① lightheadedness, scattermindedness, rashness, unwariness, foolishness (syn αλαφρομυαλιά 1, αμυαλοσύνη, ανεμυαλιά, ανοησία, απερισκεψία, ελαφρότητα πνεύματος, επιπολαιότητα):
- η ~ της νιότης |
- η ~ του Kύκλωπα |
- μετάνοιωσα για τα περασμένα, για την ~ μου να ξεχάσω τόσο τη θέση μου (KChatzop) |
- είναι ~ του χειρότερου είδους να εγκαταλείπη κρυφά την πατρική της στέγη (Katsigra) |
- παιδιά των 15 και 16 χρονών κάνουν μιαν ακοσμία από ~, αναίδεια, έλλειψη ελέγχου εσωτερικού και εξωτερικού (Papanoutsos) |
- εγώ έχω την ~ να τα παίρνω αψήφιστα, ώσπου την έπαθα (Bastias) |
- poem μελαγουζές τα χείλια τα γλυκά | και σεις το νου τον παιδικό στην ~ σας (Malakasis) |
- και να! σου φέρνω | το χτεσινό σου φίλο, που η ~ του | τον έσπρωξε να γίνη τώρα οχτρός σου (Skipis) |
- ... μηδέ ξανά να στήσης | με τον ξανθό Mενέλαο πόλεμο και χτυπηθής μαζί του | από ~, τι το κοντάρι του, λέω, θα σε ρίξη χάμω (Homer Il 3.436 Kaz-Kakr)
- ② lightheaded or foolish action, frivolity (syn ανόητη πράξη, απερίσκεπτη ενέργεια):
- έκαμα μιαν ~ |
- οι αμυαλιές του θα τον καταστρέψουν (Dimitrakos) |
- poem ... να σταματήσετε τις αμυαλιές των γιων σας, | που φοβερές δουλειές εσκάρωσαν με τις παρανομίες τους (Homer Od 24.457 Kaz-Kakr)
[fr *αμυαλία or der of άμυαλος as is αμυαλοσύνη]
- ① lightheadedness, scattermindedness, rashness, unwariness, foolishness (syn αλαφρομυαλιά 1, αμυαλοσύνη, ανεμυαλιά, ανοησία, απερισκεψία, ελαφρότητα πνεύματος, επιπολαιότητα):