Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπωσια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αμπωσιά η· αμπωστιά· αμπωστέ.
  • Ώθηση, σπρώξιμο, σκουντιά:
    • με τσ’ αμπωστές λιγάκι να κουνήσει (Πιστ. βοσκ. III 9, 62).

[<αόρ. του αμπώθω + κατάλ. ιά. O τ. στέ και σήμ. κρητ. T. ία σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. σεά)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπωσιά [ambosjá] η, (& Katiforis αμπωσά & region. αμπωχτιά & αμπωξιά) region.
  • push, shove (syn in άμπωγμα):
    • κάποιος του 'δωσε μιαν αμπωσά (Katiforis) |
    • μιαν αμπωχτιά της έδωσα (KChatzop) |
    • της έδωκε μια αμπωχτιά και την έριξε κάτω (Syros)

[fr MG αμπωσιά (αμπωσέα), der of άμπωσα - αμπώσω of αμπώθω, q.v.; cf also dial άμπωση, άμπωξη ← AG ἄπωσις (& ἀντάπωσις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες