Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπρί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπρί το [abrí] Ο43 : υπόγειο καταφύγιο το οποίο κατά την άμυνα προστάτευε τους στρατιώτες από επιθέσεις πυροβολικού και αεροπορίας.

[γαλλ. abri]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπρί [ambrí] το, indecl (but pl αμπριά τα,) milit
  • cover, shelter, dugout, funk hole, foxhole (syn καταφύγιο, τεχνητό προκάλυμμα):
    • ένα πρόχειρο ~ |
    • ~ βομβαρδισμού |
    • ανασκαμμένα αμπριά |
    • παρακάτω από το βουλγάρικο ~ |
    • όλοι μας μέναμε σε αμπριά μέσα στο χιόνι (LAkritas) |
    • η διοίκηση στεγάζεται σ' ένα μεγάλο ~ (Theotokas) |
    • καθόμασταν κ' εμείς, κουλουριασμένοι μέσα στ' αμπριά (Myriv) |
    • αρχίσαμε να καίμε στο τζάκι του ~ κλαδιά από κέδρα (id.) |
    • θα ρίξομε το αντίσκηνο πάνω απ' το λάκκο να γίνει ~ (AVlachos) |
    • poem δεν αποφάσιζαν να βγουν από το κρύο ~ (Ritsos) |
    • η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκκαλα μέσα στ' αμπριά (Vrettakos) |
    • και ~ από τάφο και κρεβάτι από κρύσταλλα και ποτήρι από καύκαλο (Kaftantzis)

[fr Fr abri 'shelter, dugout, pit']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες