Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπούλα η [ambúla] Ο25 : γυάλινο κυλινδρικό φιαλίδιο με μυτερές απολήξεις, κλειστό από την κατασκευή του, που περιέχει συνήθ. υγρή φαρμακευτική διάλυση κατάλληλη για ενέσεις. || ~ με βιταμίνες.
[αντδ. < γαλλ. ampoul(e) -α < λατ. ampulla υποκορ. του amp(h)ora < αρχ. ἀμφορέα, αιτ. του ἀμφορεύς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπούλα [ambúla] η,
- ① pharm, med ampoule:
- ο έρωτας θα πακετάρεται σε αποστειρωμένες αμπούλες και θα ταξιδεύει κολί-ποστάλ (Myriv)
- ② bulb (of thermometer, electric light):
- μην αγγίζετε τα μετάλλινα μέρη της αμπούλας ή της πρίζας ή της ασφάλειας (Saratsis) |
- σε μικρά βαθουλώματα του τραπεζιού τοποθετήσαμε μικρές ηλεκτρικές αμπούλες (Melas)
[fr Fr ampoule 'id.']
- ① pharm, med ampoule:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμπουλα [ámbula] η,
- glass container for fluids, phial region. (Epir, Thess, Cycl etc):
- δυο τρεις άμπουλες |
- folks. λάμπουν τα δυο σου μάγουλα | σαν το κρασί στην ~
[fr K ἄμπουλλα ← Lat ampulla, dimin of amphora (← AG ἀμφορεύς); cf also It ampolla]
- glass container for fluids, phial region. (Epir, Thess, Cycl etc):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμπουλας [ámbulas] ο,
- ① small fountain, spring, usu in winter (syn in αμπολή 3):
- κατέβα στον άμπουλα να φέρεις νερό |
- δροσίζεται στον άμπουλα |
- idiom phr το αίμα τρέχει άμπουλα (syn κρουνηδόν) |
- πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε ~ το νερό (Karkavitsas) |
- ε, γέροντα, ... γερόλυκα, που εστόμωνες τους άμπουλες της Kρυόβρυσης (SPasagiannis) |
- από τα θεμέλια των σπιτιών αναβρύει νερό ~ (KAstasinop)
- ② rivulet, streamlet formed by rain water in streets (syn νεροσυρμή) [fr *άμπολας
[ámbolas], augmentat. of αμπολή, q.v.]
- ① small fountain, spring, usu in winter (syn in αμπολή 3):