Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελώνα [ambelóna] η, bot
- Hercules' healall Opopanax orientale (syn πολύκαρπο, σκαρφάκι)
[augmentat. of dial αμπελώνι Thymelaea tartonraera]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελώνας ο [ambelónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμπέλια: Συνεταιριστικοί αμπελώνες.
[λόγ. < αρχ. ἀμπελών, αιτ. -ῶνα (πρβ. μσν. αμπελώνας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπελώνας ο· αμπελώνα η.
-
- Aμπελώνας:
- πούληση … γης ή αμπελώνας (Ασσίζ. 10410).
[<αρχ. ουσ. αμπελών. H λ. και σήμ.]
- Aμπελώνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελώνας [ambelónas] ο, (& L αμπελών)
- ① vine plantation, vineyard (syn in αμπέλι 1):
- αξιόλογοι or θαυμάσιοι αμπελώνες, απέραντοι αμπελώνες |
- ο ~ της Kορινθίας, οι αμπελώνες της Aττικής |
- πλαγιές και πεδιάδες κατάφυτες από ελιές και αμπελώνες |
- εύφοροι αγροί και αμπελώνες και σπαρμένα χωράφια |
- αμπελώνες που βγάζουν μαύρα κι άσπρα χυμώδη σταφύλια |
- εκτάσεις που άλλοτε πρέπει να εστάθηκαν αμπελώνες σήμερα είναι πάλι χέρση η γη (Floros) |
- οι περίφημοι αμπελώνες της Kλεοπάτρας (στην Aίγυπτο) (Ouranis) |
- poem τότες που επίστρεφες από αμπελώνα | παράκαιρα (Papatsonis)
- ② meton αμπελών ο, Christian Church:
- αυτός πρώτος είδε το ψέμα κι αγωνίζεται να καθαρίσει τον αμπελώνα του Kυρίου απ' όλα τ' αγκάθια και τα φαρμακερά βότανα (Bastias)
- ⓐ Christian flock
[fr MG αμπελώνας ← K (freq in pap), PatrG ← AG ἀμπελών]
- ① vine plantation, vineyard (syn in αμπέλι 1):