Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελόφυλλο το [ambelófilo] Ο41 : το φύλλο του κλήματος, κυρίως όταν χρησιμοποιείται στη μαγειρική.
[ελνστ. ή μσν. ἀμπελόφυλλον < αμπελο- + φύλλον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελόφυλλο [ambelófilo] το,
- vine-leaf (syn κληματόφυλλο):
- μαζεύω αμπελόφυλλα για ντολμάδες |
- ένα κοφίνι σταφύλια σκεπασμένο μ' αμπελόφυλλα |
- idiom phr τα σταφύλια όλα τα παίρνει, τ' αμπελόφυλλα τ' αφήνει said about rapacious and greedy persons (Dimitrakos) |
- κάνει ένα μαγιό από αμπελόφυλλα (Myriv) |
- κοιτάξτε τ' ~ στο κεφάλι του και τα φουσκωμένα του μάτια τα μεθυσμένα ... και πέστε μου ποιος είναι αυτός ο μεγάλος θεός (Panagiotop) |
- poem μες σε χλωρά αμπελόφυλλα σκυφτή τυλίγει το μωρό της (Kazantz Od 6.635) |
- και διάφανα είδα τ' αμπελόφυλλα, | τη ρώγα την κρουστή κλ (Sikel) |
- η μεσιανή (sc ξύλινη πόρτα του τέμπλου) χρυσοβαμμένη, γιομάτη σκαλισμένα σταφύλια κι αμπελόφυλλα (Ritsos)
[fr MG αμπελόφυλλον (10th c.), cpd of άμπελος or αμπέλιν &φύλλον]
- vine-leaf (syn κληματόφυλλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπελόφυλλον το.
-
- Φύλλο του αμπελιού:
- (Ιατροσόφ. 512).
[<ουσ. αμπέλιον + φύλλον. Η λ. στον Ησύχ. (DGE) και σήμ. (‑ο)]
- Φύλλο του αμπελιού: