Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελοφάσουλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοφάσουλο το [ambelofásulo] Ο41 : είδος φασολιού.

[αμπελο- + φασούλ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοφάσουλο [ambelofásulo] το, usu pl αμπελοφάσουλα τα, bot
  • the bean, Dolichos lubia, akin to the hyacinth bean and the horse gram (syn αραποφάσουλο, λουβί, μαυρομάτικο, τουρκοφάσουλο, φασολάκι, χωριατοφάσουλο):
    • αμπελοφάσουλα σαλάτα |
    • αμπελοφάσουλα βραστά, αμπελοφάσουλα γιαχνί |
    • επιβάλλονται διατιμήσεις και στα πλατοφάσουλα και τα αμπελοφάσουλα

[cpd w. φασούλι bes φασόλι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες