Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελουργός ο [ambelurγós] Ο17 : αυτός που καλλιεργεί κλήματα, αμπέλια.
[αρχ. ἀμπελουργός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελουργός [ambelurγós] ο,
- ① vine-grower, viticulturist, vinedresser, whether owner or worker (syn αμπελάς 2, αμπελικός 1, αμπελοκαλλιεργητής):
- νοικοκυρεμένος ~ |
- gnom από το νιο κρασί πρώτος μεθά ο ~ |
- prov τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη (or το αμπέλι θέλει αμπελουργό και το καράβι ναύτες) for any type of work the competent (or specialized) worker is needed |
- ο ~ ξελακκίζει τα κλήματα (Prevelakis) |
- ο ~ βλαστολόγησε τα κλήματα (id.) |
- η μικρή αυτή κοινωνία των αμπελουργών και των κτηνοτρόφων (Papantoniou) |
- poem ... κι ο ήλιος σου ανατέλλει | σαν ταπεινός ~ μέσ' από κάποιο αμπέλι! (Athanas) |
- μαζί με το ληνό και τα πόδια των αμπελουργών βαμμένα ως τα γόνατα απ' το μούστο (Ritsos)
- ⓐ specialist in viticulture
- ② orn blackheaded bunting, Emperiza melanocephala and ortulan, E. hortulana (syn in αμπελοπούλι 1):
- όταν έρθει ο ~, φεύγουν τα τρυγόνια |
- poem σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε στον όχτο οι καλογιάννοι (Sikel) |
- κυριαρήνα, κιρκινέζι, βουτηχτάρα, ~ (Stavrou Ar)
[fr K, AG ἀμπελουργός]
- ① vine-grower, viticulturist, vinedresser, whether owner or worker (syn αμπελάς 2, αμπελικός 1, αμπελοκαλλιεργητής):