Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελουργικά [ambeluryiká] τα,
- viticultural matters:
- παραμελώντας τ' ~ έβαλε όλη τη φροντίδα του στο να φυτέψει συκιές (Nikolaidis)
[substantiv. n pl of αμπελουργικός]
- viticultural matters: