Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελοκόμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοκόμος ο [ambelokómos] Ο18 : ο αμπελουργός.

[λόγ. < μσν. αμπελοκόμος < αμπελο- + -κόμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοκόμος [ambelokómos] ο, (L)
  • vine grower, viniculturist (syn αμπελουργός)

[fr MG αμπελοκόμος (Manasses), cpd w. -κόμος; cf αγρο-, αλσο-, ανθο-, δενδρο-, κηπο-, φυτο-κόμος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες