Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελοκλάδι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοκλάδι το [ambelokláδi] Ο44 : 1.κλαδί από κλήμα. 2. ονομασία παρασιτικών φυτών που φύονται σε αμπέλι.

[μσν. αμπελοκλάδι < αμπελο- + κλαδ(ί) -ι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοκλάδι [ambeloklá∂i] το, (& αμπενοκλάδι) region. but obsolesc
  • ① branch of a grapevine (syn in αμπελόβεργα):
    • δεμάτιασε τ' αμπελοκλάδια |
    • poem και βαφτιστήρι ο πέτρινος βωμός που τον πλουμίζουν καρποί, στεφάνια, βούκρανα, λουλούδια, αμπελοκλάδια (Palam)
  • ② bot dodder, love vine, plants of the genus Cuscuta parasitic on the grapevine, esp the species C. epithymum and C. monogyna (syn αμπελοκλαδόχορτο, κουσκούτη, νεραϊδόνημα)
  • ⓐ vinelike climbing plants of the genus Aristolochia, birthwort, esp A. rotunda, A. longa, and A. clematitis
  • ⓑ the honeysuckle Lonicera caprifolium (syn in αγιόκλημα 1)
  • ③ med name of several ailments of infants and children
  • ⓒ region. herpes of face and head (in folk med supposed to be cured w. αμπελοκλάδι 2b; this sense was also MG)
  • ⓓ a kind of sore throat involving the tonsils
  • ⓔ region. (IonIsl, Peloponn, Cycl, Crete etc) acidosis of the stomach causing diarrhea and colic (syn περίδρομος):
    • ~ να σε φάει! (curse; Zak)

[fr MG αμπελοκλάδιν bes αμπελοκλάδι, cpd of αμπέλιν & κλαδίν (form αμπεν- also Somavera, 1709); cf also αμπελόκλαδο]

[Λεξικό Κριαρά]
αμπελοκλάδιν το· αμπελοκλάδι.
  • 1) Kληματσίδα:
    • δώδεκα μόδια βρουλοκάρβουνον και από αμπελοκλάδια (Σπανός B 14).
  • 2) Στομαχική πάθηση με συμπτώματα διάρροια και κωλικούς:
    • κακόν θανάτου αμπελοκλάδι (Περί γέρ. 122).

[<ουσ. αμπέλιον + κλαδί(ο)ν. Ο τ. και σήμ. H λ. τον 11. αι. (LBG, λ. ιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες