Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελοκαλλιέργεια η [ambelokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια του αμπελιού.
[λόγ. αμπελο- + -καλλιέργεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοκαλλιέργεια [ambelokaliéryia] η, (L)
- grapevine growing, viticulture (syn αμπελοκομία, αμπελουργία, αμπελουργική 1):
- άσκησαν συστηματική ~ |
- οι προϊστορικοί λαοί δεν γνώριζαν την ~ (Platon) |
- οι Θιακοί εγκατέλειψαν την ~
[cpd w. καλλιέργεια]
- grapevine growing, viticulture (syn αμπελοκομία, αμπελουργία, αμπελουργική 1):